ἔνυδρος

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνυδρος Medium diacritics: ἔνυδρος Low diacritics: ένυδρος Capitals: ΕΝΥΔΡΟΣ
Transliteration A: énydros Transliteration B: enydros Transliteration C: enydros Beta Code: e)/nudros

English (LSJ)

ον, (ὕδωρ)

   A with water in it, holding water, ἔ. τεῦχος, i.e. a bath, A.Ag.1128 (lyr.); of countries, well-watered, Ἄργος ἔ. Hes. Fr.24; Αἴγυπτος ἐοῦσα . . ὑπτίη τε καὶ ἔ. Hdt.2.7 (ἄνυδρος codd.), cf. X.Cyr.3.2.11; opp. χερσαῖος, PMasp.188.5 (vi A.D.); τὸ ἔ. abundance of water, Hdn.6.6.4.    2 of water, watery, νάματα, λίμνη, E.Ph.659 (lyr.), Ion872 (anap.).    3 living in or by water, νύμφαι ἔ. λειμωνιάδες who haunt the watery meads, S.Ph.1454 (anap.); of plants, growing in water, δόναξ Ar.Ra.234, cf. Thphr.HP1.14.3, 5.3.4; of animals, Pl.Sph.220b, Plt.264d; of fish, Arist.IA713a10, Ti. Locr.104e; of birds, Arist.HA559a21; τὰ ἔ. (sc. ζῷα) ib.487a26.    4 of land, in the water, submerged, Id.Mete.352a22.

German (Pape)

[Seite 860] im Wasser; – a) mit Wasser angefüllt; τεῦχος Aesch. Ag. 1099, von der Badewanne; νάματα, λίμνη, Eur. Phoen. 659 Ion 872; χωρίον, mit Wasser wohl versehen, Xen. Cyr. 3, 2, 11; τὸ ἔνυδρον, der Wasserreichthum, Hdn. 6, 6, 5. – b) im Wasser lebend; Νύμφαι, Wassernymphen, Soph. Phil. 1440; von Thieren, Plat. Soph. 220 b u. öfter; dem ξηροβατικόν entggstzt, Polit. 264 d; δόναξ Ar. Ran. 234. – Ὁ ἔνυδρος, = ἔνυδρις, sagt der Böoter Ar. Ach. 880.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνυδρος: -ον, (ὕδωρ) ἔχων ὕδωρ, περιέχων ὕδωρ, ἔνυδρον τεῖχος, λουτήρ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1128· ἐπὶ χωρῶν, ἀντίθετ. τῷ ἄνυδρος, ἄϋδρος, Ἄργος ἔνυδρον, καλῶς ποτιζόμενον, Ἡσ. Ἀποσπ. 72, Gottl.· Αἴγυπτος ἐοῦσα... ὑπτίη τε καὶ ἔνυδρος Ἡρόδ. 2. 7. (κατὰ Schw. ἀντὶ ἄνυδρος)· ἔν. τόποι, χωρία Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 26, κ. ἀλλ.· μέροςχωρίον ἔχον ὕδωρ, καταμαθὼν ἔνθα αἱ σκοπιαὶ ἦσαν τῶν Χαλδαίων ἐρυμνόν τε ὂν καὶ ἔνυδρον Ξεν. Κύρ. 3. 2, 11· τὸ ἔνυδρον, ἀφθονία ὕδατος, Ἡρῳδιαν. 6. 6. 2) ἐξ ὕδατος ὑδάτινος, λίμνης... ἐνύδρου Τριτωνιάδος Εὐρ. Ἴων 872· νάματ’ ἔνυδρα ὁ αὐτ. Φοίν. 659. 3) ζῶν ἐν τοῖς ὕδασιν ἢ περὶ τὰ ὕδατα, νύμφαι ἔνυδροι λειμωνιάδες, αἱ συχνάζουσαι εἰς τοὺς δροσεροὺς πλήρεις ὑδάτων λειμῶνας, Σοφ. Φ. 1454· ἐπὶ φυτῶν, ὁ φυόμενος ἢ τρεφόμενος ἐν τῷ ὕδατι ἢ παρὰ τὸ ὕδωρ, δόναξ Ἀριστοφ. Βάτρ. 234, πρβλ. Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14, 3, κτλ.· ἐπὶ ἐμψύχων, ζῶν ἐν τῷ ὕδατι, τοῦ δὲ ἐνύδρου (γένους ἡ θήρα) σχεδὸν τὸ σύνολον (λέγεται) ἁλιευτικὴ Πλάτ. Σοφ. 220Β, Πολιτικ. 264D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 13, κ. ἀλλ.· τὰ ἔνυδρα Τίμ. Λοκρ. 104Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en eau;
2 qui vit dans l’eau;
3 rempli d’eau.
Étymologie: ἐν, ὕδωρ.