ἔφηλις

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔφηλις Medium diacritics: ἔφηλις Low diacritics: έφηλις Capitals: ΕΦΗΛΙΣ
Transliteration A: éphēlis Transliteration B: ephēlis Transliteration C: efilis Beta Code: e)/fhlis

English (LSJ)

Ion. ἔπ- (q. v.), ιδος, also ἐφηλίς, ίδος, ἡ: (ἧλος):—

   A rivet, burr or dinch to secure a nail, Ph.Bel.63.50, IG11(2).165.13 (Delos, iii B.C.).    II in pl., rough spots which stud the face (from ἧλος), or, acc. to others, freckles (from ἤλιος), Hp.Prorrh.2.23, Alim.20, Mul.2.215, Thphr.HP9.20.3, Sor.1.44 (sg.), etc.: acc. pl. ἐφήλεις Dsc.1.123.    2 in sg., = λέπρα, ἐ. ἀργινόεσσα, λεύκη, Nic.Th.333, 858.

German (Pape)

[Seite 1117] oder ἐφηλίς, ίδος, ἡ, plur. auch αἱ ἐφήλεις, Diosc., ion. ἔπηλις, 1) (ἥλιος), nach VLL. ἡ ἐκ τοῦ ἡλίου περὶ τὸ πρόσωπον ἔκκαυσις καὶ μελανία, Sommersprossen, u. eine schlimmere Krankheit, Medic., wie Hippocr. λειχήν, ἀλφός, ἔφηλις zusammenstellt; ἀργινόεσσα Nic. Th. 333. 858. – 2) (ἦλος), eisernes Band am Deckel einer Kiste, Philo Mechan.

Greek (Liddell-Scott)

ἔφηλις: Ἰων. ἔπηλις, ιδος, ὡσαύτως ἐφηλίς, ίδος, ἡ: (ἧλος): - σιδηροῦν ἔλασμα καθηλωμένον ἐπὶ τοῦ σκεπάσματος κιβωτίου, Φίλων Βελοπ. 63F, Ἡσύχ. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τραχέα στίγματα ἅπερ καθιστῶσι τὸ πρόσωπον κατάστικτον (ἐκ τοῦ ἧλος), ἢ κατ’ ἄλλους μελανίαι ἐν τῷ προσώπῳ ἕνεκα τοῦ καύματος τοῦ ἡλίου (ἐκ τοῦ ἥλιος), Ἱππ. Προρρ. 105C, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 3, κτλ.· πρβλ. Νικ. Θ. 333, 158.

French (Bailly abrégé)

ιδος ou εως (ἡ) :
tache de rousseur sur la peau.
Étymologie: ἐπί, ἥλιος.