ἐξαρτάω
English (LSJ)
A hang upon, τι ἔκ τινος Plb.18.18.4; ἀπό τινος Arr.An. 2.19.2; τί τινος Longus 1.32: metaph., make dependent upon, ἐπαίνων ἐ. τὴν δόξαν Plu.Arat.1; πρᾶξιν τῆς προδοσίας Id.Fab.22; τὴν ποίησιν μέθης Ath.10.429b, cf. Plot.6.7.42:—Med., E.Tr.129, cf. Gal.Anim.Pass.1.9 (prob. l.). 2 stretch out, Ael.NA4.21. II Pass., mostly in pf. ἐξηρτῆσθαι: fut. Med. in pass. sense, ἐξαρτήσομαι X.Cyr.5.4.20:—to be hung upon, hang upon, χειρός E.Hipp. 325; περὶ σὸν γένειον Id.IA1226: abs., Ar.Pax470; to be attached to .., ἔκ τινος Arist.HA495b33; ἐ. τινί ib.496a26. 2 depend upon, be attached to, σοῦ γὰρ ἐξηρτήμεθα E.Supp.735, etc.; τῆς ἰσχύος X. Cyr.5.4.20; ἑνός Plu.Galb.8; ἔκ τινος Pl.Ion536a, Lg.732e, etc.; τῶν ἐλπίδων Isoc.8.7. 3 of countries, be adjacent to, πεδία τῶν λόφων ἐ. Plu.Ant.46. 4 abs., to be elevated, ἐξήρτηται τὸ χωρίον Th.6.96; ἐξήρτηται ἡ χώρα πρὸς Νότον (Casaub. ἐξῆρται) Str.7.1.3. 5 hang upon oneself, πήραν ἐξαρτήσασθαι Luc.Fug.15 (s.v.l.): esp. in pf. part. Pass., c. acc. rei, having a thing hung on one, ἐπιστολὰς . . ἐξηρτημένος ἐκ τῶν δακτύλων Aeschin.3.164; παιδίον ἐξηρτημένη τοῦ τραχήλου Plu. Brut.31: hence, equipped or furnished with, πώγωνας ἐξηρτημέναι Ar. Ec.494; τοιοῦτον ἐξηρτῆσθαι στρατόπεδον D.9.49.
German (Pape)
[Seite 872] daran aufhängen, anknüpfen, befestigen; τοὺς θυρεοὺς ἐκ τῶν ὤμων Pol. 18, 1, 4; a. Sp.; τί τινος, Ath. X, 429 b, wie ἀλλοτρίων ἐπαίνων τὴν δόξαν Plut. Arat. 1; τὴν πρᾶξιν τῆς προδοσίας, davon abhängig machen, Fab. Max. 22; – τὴν οὐράν, lang ausstrecken, Ael. H. A. 4, 21. – Gew. im pass. mit fut. msd., woran aufgehängt sein, Ar. Eccl. 2; χειρός Eur. Hipp. 325; ὥςπερ ἐκ τῆς λίθου ὁρμαθὸς ἐξήρτηται χορευτῶν Plat. Ion 536 a; übertr., wovon abhangen, σοῦ γὰρ ἐξηρτήμεθα Eur. Suppl. 757; ἐξ ὧν (ἡδονῶν) ἀνάγκη τὸ θνητὸν πᾶν ζῷον οἷον ἐξηρτῆσθαι Plat. Legg. V, 732 e; ἐξαρτήσεται τῆς ἰσχύος Xen. Cyr. 5, 4, 20; αἱ ἐλπίδες ἐξήρτηνται ἐκ τῶν ἡγουμένων Pol. 10, 33; – ἐξήρτηται τὸ ἄλλο χωρίον, daran reiht sich, ist damit verbunden, Thuc. 6, 96, wie Plut. Ant. 46; ἐξηρτημένον αὐτοῦ τὸ πλῆθος ὁρῶντες, daß es sich an ihn geschlossen hatte, C. Graech. 6; Caes. 41; τῶν ποιητῶν ὁ μὲν ἐξ ἄλλης Μούσης, ὁ δὲ ἐξ ἄλλης ἐξήρτηται Plat. Ion 536 a. – Bei Aesch. Prom. 713 ist τόξοισιν ἐξηρτημένοι die sich mit dem Bogen behangen, sich den Bogen umgehängt haben; vgl. πώγωνας ἐξηρτημένας Ar. Eccl. 494; ἐπιστολὰς ἐξηρτημένος ἐκ τῶν δακτύλων Aesch. 3, 164, zur Schau an den Fingern hangend haben; πήραν, λεοντῆν, Luc. fug. 14 u. a. Sp.; so auch wohl Dem. 9, 49 ἐξηρτῆσθαι στρατόπεδον, mit der v. l. ἐξηρτύσθαι, das Heer an sich hängen und mit sich schleppen. – Das med., sich an Etwas hängen, Ar. Pax 470 u. A.; dah. = Anhänger sein, τῆς Ἀκαδημίας Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαρτάω: κρεμῶ τι ἔκ τινος, τοὺς θυρεοὺς ἐκ τῶν ὤμων ἐξηρτηκότες Πολύβ. 18. 1, 4· ἀπὸ ταύτης (τῆς κεραίας) ἐξήρτησαν ἐν λέβησιν ὅσα κτλ. Ἀρρ. Ἀν. Ἀλ. 2. 19, 2· ἄτοπος δὲ ὁ Ἀνακρέων ὁ πᾶσαν αὑτοῦ τὴν ποίησιν ἐξαρτήσας μέθης, ἐκ τῆς μέθης, Ἀθήν. 429Β, Λόγγ. 1. 32· μεταφ., κάμνω τι νὰ ἐξαρτᾶται ἔκ τινος, ἐπαίνων ἐξ. τὴν δόξαν Πλουτ. Ἄρατος 1, πρβλ. Φάβιον 22· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ (ἴδε ἐν λ. παιδεία), Εὐρ. Τρῳ. 129· πρβλ. ἐξάπτω. 2) ἐκτείνω τι, ὃ δὲ (τὸ μυθολογούμενον Ἰνδικὸν θηρίον μαρτιχόρας) ἀποστάδην αὐτὴν (τὴν οὐρὰν) ἐξαρτᾷ Αἰλ. π. Ζ. 4. 21. ΙΙ. Παθ., τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πρκμ. ἐξηρτῆσθαι, μέσ. μέλλ. ἐξαρτήσομαι Ξεν. Κύρ. 5. 4, 20· - τί δρᾷς; βιάζει χειρὸς ἐξαρτωμένη; ἐξαρτῶσα σεαυτὴν ἐκ τῆς χειρός μου, Εὐρ. Ἱππ. 325· περὶ τὸ γένειον ὁ αὐτ. Ι. Α. 1226, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 470· ἔκ τινος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 16, κ. ἀλλ.· περὶ τῆς καρδίας, κατὰ μὲν τὴν μεγίστην κοιλίαν ἐξήρτηται τῇ μεγίστῃ φλεβὶ αὐτόθι 17, 5. 2) ἐξαρτῶμαι ἔκ τινος, σοῦ γὰρ ἐξηρτήμεθα Εὐρ. Ἱκ. 735, κτλ., πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 4, 20· ἔκ τινος Πλάτ. Ἴων 536Α, Νόμοι 732Ε, κτλ. 3) ἐπὶ χωρῶν, συνορεύω, γειτνιάζω, τινος Πλουτ. Ἀντών. 46. 4) ἐπὶ λύχνου, κρέμαμαι ἔκ τινος μέρους ὅπως φέγγω, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 2· ὑπέρκειμαι, ἐξήρτηται τὸ χωρίον Θουκ. 6. 96· ἐξήρτηται ἡ χώρα πρὸς Νότον (Casaub. ἐξῆρται) Στράβ. 290. 5) κρεμῶ ἐπάνω μου, πήραν ἐξαρτήσασθαι Λουκ. Δραπέτ. 14· - ἰδίως ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. μετ’ αἰτ. πράγμ., ἔχων τι κρεμάμενον ἔκ τινος, ἐπιστολὰς ἃς ἐξηρτημένος ἐκ τῶν δακτύλων περιῄεις (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου suspensi loculos), Αἰσχίν. 77. 11· παιδίον ἐξηρτημένον τοῦ τραχήλου Πλουτ. Βροῦτος 31· ἐντεῦθεν (ὡς τὸ ἐξηρτυμένος μ. δοτ. πράγμ.), ἔχων ἢ ἐφωδιασμένος μέ τι, πώγωνας ἐξηρτημένας Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 494· ἐξηρτῆσθαι στρατόπεδον Δημ. 123. 28: - περὶ τῶν ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 711 καὶ Θουκ. 6. 17 χωρίων ἴδε τὸ ῥῆμα ἐξαρτύω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἐξήρτησα, pf. ἐξήρτηκα;
Pass. pf. ἐξήρτημαι;
1 suspendre à : τι ἔκ τινος une chose à une autre ; en parl. d’un lieu être comme suspendu à, être dominé (par une hauteur, etc.);
2 fig. faire dépendre de, rattacher à : ἀλλοτρίων ἐπαίνων τὴν δόξαν PLUT faire dépendre la gloire des louanges d’autrui;
Moy. ἐξαρτάομαι-ῶμαι (f. ἐξαρτήσομαι);
1 s’attacher à : χειρός EUR à la main de qqn ; περὶ τὸ γένειον EUR au menton de qqn en parl. de suppliants ; τῆς ἰσχύος XÉN au gros de l’armée;
2 suspendre sur soi, attacher sur soi : πήραν LUC une besace ; ἐξηρτημένος τόξοισιν ESCHL qui a son carquois solidement fixé ; avec acc. : ἐπιστολὰς ἐξηρτημένος ἐκ τῶν δακτύλων ESCHN tenir des lettres entre ses doigts.
Étymologie: ἐξ, ἀρτάω.