ἐξογκόω
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
English (LSJ)
A heap up, σπλῆνας (compresses), Hp.Art.14: metaph., μητέρα τάφῳ ἐξογκοῦν honour her by raising a tomb, E.Or. 402, cf. ἐξόγκωμα:—Pass., to be swelled out, πάντα ἐξώγκωτο, of Alcmeon with his garments stuffed with gold-dust, Hdt.6.125, cf. Arr. Tact.35.4; τραπέζαις ἐξογκοῦσθαι to be a luxurious liver, E.Supp.864: metaph., to be puffed up, elated, proud, πάτρῃ ἐξωγκωμένοι Hdt.6.126; σὺ σός τ' ἀδελφὸς ἐξωγκωμένοι E.Andr.703; τὰ ἐξωγκωμένα full-sailed prosperity, Id.IA921; ὑπὸ φθόνου καὶ λύττης πρὸς τὸν ἐμφύλιον ἐξώγκωτο πόλεμον Eun.Hist.p.222 D.:—Med., fut., E.Hipp.938: aor., ἐξωγκώσατο Ath.7.290a.
German (Pape)
[Seite 884] auf-, anschwellen, μητέρα τάφῳ, d. i. der Mutter einen Grabhügel erhöhen u. sie dadurch ehren, Eur. Or. 402. – Pass., anschwellen, übervoll werden, τραπέζαις, sich mit Speisen überladen, Eur. Suppl. 888, wofür Ath. VI, 250 f τραπέζας lies't, mit Speisen anfüllen; πάντα ἐξόγκωτο, dem ἐβέβυστο entsprechend, Her. 6, 125; übertr., sich aufblähen, sich brüsten, ἐξωγκωμένοι τινί Eur. Andr. 704, wie Her. 6, 126 u. Sp. – Τὰ ἐξωγκωμένα, das Glück, Eur. I. A. 921, vom Segel hergenommen, welches durch günstigen Wind geschwellt wird. – Med., ἐξογκώσασθαί τι, sich prahlend äußern, Ath. VII, 290 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξογκόω: κάμνω τι ὀγκῶδες, φουσκώνω, ὑψώνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791· μεταφ., ἐν ᾗ (ἡμέρᾳ) τάλαιναν μητέρ’ ἐξώγκουν τάφῳ, «ἔθαπτον» (Ἡσύχ.), Εὐρ. Ὀρφ. 402, πρβλ. τὴν ἑπομ. λέξιν. - Παθ., γίνομαι ὀγκώδης, ἐξογκοῦμαι, πάντα ἐξώγκωτο, περὶ τοῦ Ἀλκμέωνος, ὅστις ὠφελούμενος ἐκ τῆς δωρεᾶς τοῦ Κροίσου ἔλαβεν ἐκ τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ ὅσον χρυσὸν ἠδυνήθη νὰ σηκώσῃ ἐπάνω του, πληρώσας ἐξ αὐτοῦ τοὺς κόλπους τῶν ἱματίων του καὶ τοὺς μεγάλους κοθόρνους οὓς ἐπίτηδες ἐφόρεσεν, Ἡρόδ. 6. 125· τραπέζαις ἐξογκοῦσθαι, ὑπερπληροῦσθαι, ἐσθίειν ὑπὲρ τὸ δέον, Εὐρ. Ἱκ. 864· μεταφ., «φουσκώνω», ὑπερηφανεύομαι, πάτρῃ ἐξωγκωμένοι Ἡρόδ. 6. 126· σὺ σός τ’ ἀδελφὸς ἐξωγκωμένος Εὐρ. Ἀνδρ. 703· μετρίως τε χαίρειν τοῖσιν ἐξωγκωμένοις, ἐν ταῖς μεγάλαις εὐτυχίαις, ὁ αὐτ. Ι. Α. 921· οὕτω καὶ κατὰ μέσ. μέλλ., ὁ αὐτὸς ἐν Ἱππ. 938, πρβλ. Ἀθήν. 920Α.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἐξώγκωσα, pf. Pass. ἐξώγκωμαι;
faire enfler, gonfler ; Pass. être gonflé ou chargé (de broderies, d’ornements) ; fig. se glorifier : τινι de qch ; τὰ ἐξωγκωμένα EUR la prospérité (litt. les voiles gonflées par un vent favorable);
Moy. ἐξογκόομαι-οῦμαι se gonfler, s’enfler, croître.
Étymologie: ἐξ, ὀγκόω.