ἐπάγγελμα

From LSJ
Revision as of 19:56, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάγγελμα Medium diacritics: ἐπάγγελμα Low diacritics: επάγγελμα Capitals: ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ
Transliteration A: epángelma Transliteration B: epangelma Transliteration C: epaggelma Beta Code: e)pa/ggelma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A promise, profession, D.19.178 (pl.); τὸ Πρωταγόρου ἐ. Arist.Rh.1402a25, cf. Pl.Prt.319a; ὑπὸ τοῦ μεγέθους τοῦ ἐ. οὐδὲν θαυμαστὸν ἀπιστεῖν Id.Euthd.274a: pl., Metrod. ap. Phld. Rh.1.88S.; ἐπαγγέλματι, opp. κατ' ἀλήθειαν, S.E.M.1.182.    2 subject of a treatise, that which it purports to contain, τὸ ἐ. τοῦ λόγου D.H.Dem.33; τὸ ἐ. τοῦ συγγράμματος Ael.Tact.Praef.7.    3 = ἐπαγγελία 7, Crito ap.Gal.13.878, Id. ap. Aët.15.16.    4 art, profession, τὸ ἐ. τῆς ἀοτοποιΐας M.Ant.3.2.

German (Pape)

[Seite 893] τό, Ankündigung; D. Hal. de vi Dem. 33; das Versprechen, καὶ ὑποσχέσεις 19, 178; wie professio, das Fach, zu welchem sich Einer bekennt, ἐπαγγέλλεσθαι Plat. Prot. 319 a Euthyd. 274 a. Dah. ἐπαγγέλματι μέν εἰσι τέχναι dem κατ' ἀλήθειαν entggstzt, Sext. Emp. adv. gramm. 182.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάγγελμα: τό, ἀγγελία, ἄγγελμα, Διον. Ἀλ. π. Δημ. 33. 2) τὸ ὑπισχνεῖσθαι ἄνευ σκοποῦ ἐκτελέσεως, ταῖς ὑποσχέσεσι καὶ τοῖς ἐπαγγέλμασι τοῖς τούτου προκαταληφθέντας τότε Δημ. 397· 3· τὸ Πρωταγόρου ἐπάγγελμα ψεῦδος γάρ ἔστι καὶ οὐκ ἀληθές, ἀλλὰ φαινόμενον εἰκὸς Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 11. 3) ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Εὐθύδ. 274Α, Πρωτ. 319Α: πρβλ. ἐπαγγέλλω 5. 4) ἐν τῷ πληθ. = τῷ Λατ. comitia, ἐκκλησία, συνέλευσις Ρωμαίων πολιτῶν, Πλούτ. 2. 276C, ἔνθα διάφ. γρ. ἐπαγγελία. 5) διαταγή, προσταγή, Λεόντ. Μοναχ. 693Α.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 déclaration, promesse ; chose promise;
2 τὰ ἐπαγγέλματα les comices à Rome.
Étymologie: ἐπαγγέλλω.