ἐρικυδής
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ές,
A very famous, glorious, of gods and their descendants, Il. 14.327, Od.11.576,631 ; of their gifts, θεῶν ἐ. δῶρα Il.3.65, 20.265 ; ἥβη ἐ. 11.225, Hes.Th.988 ; νίκα B.12.190 : generally, ἐ. δαίς a splendid banquet, Il.24.802, Od.3.66, al.; of places and men, ἄστυ Orac. ap. Hdt.7.220 ; θεῶν ἐ. οἶκοι Theoc.17.108 ; φῶτες Orph.L.302 : Sup. -έστατος, Ἰάμβλιχος Eun.VS p.461 B.
German (Pape)
[Seite 1029] ές, sehr ruhmvoll, glorreich, bes. von den Göttern u. dem, was ihnen gehört, Λητώ, Γαῖα, Il. 14, 327 Od. 11, 576, θεῶν τέκνα, 11, 631, θεῶν δῶρα, Il. 3, 65. 20, 265, θεῶν οἶκοι, Theocr. 17, 108, ἥβη, Il. 11, 225; Hes. Th. 988, δαίς, ein glänzender Schmaus, bes. von Opferschmäusen, Il. 24, 802 Od. 3, 66. 10, 182 u. öfter; ἄστυ, orac. bei Her. 7, 220, sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρικῡδής: -ές, ὁ ἔχων μεγάλην δόξαν, ἔνδοξος. Ἐπικ. ἐπιθ. τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀπογόνων αὐτῶν, Ἰλ. Ξ. 327, Ὀδ. Λ. 576 καὶ 631· ἐπὶ τῶν δώρων αὐτῶν, θεῶν ἐρικυδέα δῶρα Ἰλ. Γ. 65, Υ. 265· ἐρ. ἥβη Λ. 225, Ἡσ. Θ. 988 : - πλὴν τούτου ὁ Ὅμ. μόνον ἔχει δαὶς ἐρικ., λαμπρὸν συμπόσιον, Ἰλ. Ω. 802, Ὀδ. Γ. 66, Κ. 182, κτλ.· - καὶ ἐνταῦθα δὲ πρόκειται περὶ εὐωχίας ἐν θυσίᾳ: - ἐπὶ τόπων καὶ ἀνθρώπων, ἄστυ Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 220, Ὀρφ., κλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très célèbre, très glorieux.
Étymologie: ἐρι-, κῦδος.