ἐσχατιά
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
Ion. ἐσχᾰτ-ιή, ἡ,
A farthest part, edge, border, esp. of a place, Ep., Ion., Lyr., and sts. in Trag. (lyr.) ; νήσου ἐπ' ἐσχατιῆς Od.5.238 ; ἀγροῦ ἐπ' ἐσχατιήν (v.l. -ῆς) on the edge of the land, 4.517, cf. 5.489 (v.l. -ῇς, -ῇ) ; simply ἐπ' ἐσχατιῇ, -ῆς, on the edge or shore, 9.182,280 ; ἐπ' ἐσχατιῇ λιμένος at the mouth of the harbour, 2.391 ; ἐσχατιῇ πολέμοιο on the skirts of battle (i.e. farthest parts of the field), Il.11.524, cf. 20.328 ; ἐσχατιῇ round the edge [of the funeral pile], 23.242 ; ἐσχατιαῖς, for ἐν ἐ., on the outskirts, S.Ph.144 (anap.) ; also, of parts of the body, καρδίης ἡ ἐ. Hp.Cord.4 ; γένυος Arat.57 : metaph., the extremity, highest point, ὄλβου πρὸς ἐσχατιαῖς (v.l. -ιάς) Pi.I.6(5).12 ; πρὸς ἐσχατιὰν ἀρεταῖσιν ἱκάνων Id.O.3.43 ; τὸ μηδαμῶς ὂν ἐ. τῆς πρώτης αἰτίας Dam.Pr.441 ; μέχρι τῶν ἐ. Ph.1.685. 2 border of a country, ἐσχατιῇ Γόρτυνος Od.3.294 ; ναῖον δ' ἐσχατιὴν Φθίης Il.9 484 ; ἐσχατιῇ alone, Od.14.104 ; ἀν' ἐσχατιήν Archil.89.4 : pl., αἱ ἐ. τῆς οἰκεομένης the extremities of the world, Hdt.3.106 ; also, borders, frontierland, τῆς Αἰτωλίδος Id.6.127 : abs., Id.3.115,116, X.HG2.4.4, etc.: in Attica, a boundary estate, i.e. one at the sea-side or the foot of the mountains (cf. AB256), Aeschin.1.97, D.42.5, IG22.1594 (iv B.C.), Alciphr.3.34, cf. IG12(5).872.82 (Tenos) : pl., ib.88. 3 of Time, ἀν' ἐσχατιάν at last, Pi.P.11.56 : so dat., ἐσχατιῇ Nic.Th.437. 4 in pl., = δύσεις, Arat.574.
German (Pape)
[Seite 1045] ἡ, der äußerste Theil, der Rand, die Gränze eines Ortes, z. B. νήσου, Od. 5, 238. 9, 182. 280; λιμένος, die Mündung des Hafens, 2, 391. 10, 96; πολέμου, der entlegenste Theil der Schlacht, die äußersten, hintersten Glieder des Treffens, Il. 11, 524. 20, 328; des Scheiterhaufens, 23, 242. So auch ἀγροῦ, vom entlegensten, fernsten Theile des Landgutes, Od. 4, 517. 5, 489; auch ἐσχατιή allein, ein einzelnes von der Stadt entlegenes Landstück, bes. am Meere od. Gebirge belegenes Landgut, Gränzstück, 14, 104; Her. 6, 107; so auch bei den Attikern (Harpocr. τὰ πρὸς τοῖς τέρμασι τῶν χωρίων, οἷς γειτνιᾷ εἴτε ὄρος εἴτε θάλασσα). Soph. Phil. 144; ἐπ' ἐσχατιᾶς κεκτημένος Plat. Legg. VIII, 842 e; Dem. 42, 5; vgl. Böckh's Staatshh. I p. 68. Bei Theocr. 13, 25 sind ἐσχατιαί abgegränzte Aecker. – Uebertr., die νων Pind. Ol. 3, 45; πρὸς ἐσχατιὰς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6, 11; ἀν' ἐσχατιήν Archil. frg. 60; ἐσχατιῇ, endlich, Nic. Th. 437; – ἐσχατιαί = δύσις, Arat. 574.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσχᾰτιά: Ἰων. -ιή, ἡ, (ἔσχατος) τὸ ἔσχατον μέρος, ἄκρα, ὅριον, ἰδίως τόπου τινός, Ὅμ., Ἡρόδ., καὶ Ἀττ., ἀλλὰ σπάν. παρὰ Τραγ.· νήσου ἐπ᾿ ἐσχατιῆς, ἐπὶ τῶν ἐσχάτων μερῶν τῆς νήσου, Ὀδ. Ε. 238· ἀγροῦ ἐπ᾿ ἐσχατιήν, ἐπὶ τῆς ἄκρας τοῦ ἀγροῦ, Δ. 517, Ε. 489· καὶ ἁπλῶς, ἐπ᾿ ἐσχατιῇ ἢ -ῆς, ἐπὶ τῆς ἄκρας ἢ τῆς ἀκτῆς, Ι. 182, 180· ἐπ᾿ ἐσχατιῇ λιμένος, «ἁπλῶς ἐσχατιὰ τὸ τοῦ λιμένος ἄκρον μεθ᾿ ὃ ἡ θάλασσα» (Σχόλ.), Β. 391, Κ. 96· ἐσχατιῇ πολέμου, κατὰ τὰ ἀπώτατα ἄκρα τοῦ πεδίου τῆς μάχης, Ἰλ. Λ. 524, Υ. 328· ἐσχατιῇ, ἐν τῷ κατωτάτῳ μέρει τῆς ἐπικηδείου πυρᾶς, Ἰλ. Ψ. 242· ἐσχατιαῖς, ἀντὶ ἐν ἐσχ., κατὰ τὰ πέριξ ἄκρα, Σοφοκλ. Φιλ. 144: - μεταφ., τὸ ἔσχατον, ὕψιστον σημεῖον, ὄλβου πρὸς ἐσχατιαῖς Πινδ. Ι. 6. (5), 17· πρὸς ἐσχατιὰν ἀρεταῖσιν ἱκάνειν ὁ αὐτ. ἐν Ο. 3. 77· ὡσαύτως ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος, καρδίης ἡ ἐσχ. Ἱππ. 269. 4· γένυος Ἄρατ. 57. 2) τὰ σύνορα χώρας τινός, ἐσχατιῇ Γόρτυνος Ὀδ. Γ. 294· ναῖον δ᾿ ἐσχατιὴν Φθίης Ἰλ. Ι. 484· οὕτως, ἐσχατιῇ, μόνον ἐν Ὀδ. Ξ. 104, Ἀρχίλ. 82· ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐσχατιαὶ τῆς οἰκουμένης, τὰ ἄκρα, τὰ πέρατα τοῦ κόσμου, Ἡρότ. 3. 106· ὡσαύτως, τὰ σύνορα, ἡ μεθόριος χώρα, τῆς Αἰτωλίδος ὁ αὐτ. 6. 127: ἀπολ. ὁ αὐτ. 3. 115. 116, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 4, κτλ., πρβλ. 6. 127: - ἐν τῇ Ἀττ., «ἐσχατιαί: τὰ χωρία λέγουσιν ἐσχατιὰς τὰ πρὸς τοῖς ὅροις τῆς χώρας ἢ τὰ πρὸς τῇ θαλάσσῃ» (Α. Β. 256. 30)· κτῆμα, οἰκίαν μὲν γὰρ ὄπισθεν τῆς πόλεως, ἐσχατιὰν δὲ Σφηττοῖ, Ἀλωπεκῆσι δ᾿ ἕτερον χωρίον Αἰσχίν. κατὰ Τιμάρχ. 97, Δημ. 1040. 13, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2338. 52 κἑξ, Böckh Α. Ε. 1. 86, πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λ. 3) ἐπὶ χρόνου, ἀν᾿ ἐσχατιάν, ἐπὶ τέλους, Πινδ. Π. 11. 86· οὕτω κατὰ δοτ., ἐσχατιῇ Νικ. Θηρ. 437. 4) ἐσχατιαί, = δύσεις, Ἄρατ. 574.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
limite extrême, extrémité : πυρῆς IL bord d’un bûcher ; νήσου OD bord d’une île ; λιμένος OD entrée d’un port ; ἀγροῦ OD extrémité d’un champ ; ἐσχατιὰ πολέμοιο IL extrémité d’un combat, d’un champ de bataille ; territoire ou champ à l’extrémité d’un pays, sel. d’autres bien, domaine en gén. ; αἱ ἐσχατιαὶ τῆς οἰκουμένης HDT les extrémités du monde ; ἐπ’ ἐσχατιῇ (ion.) OD, ἐσχατιαῖς SOPH à l’extrémité, à la limite extrême de la portée de la vue, càd au fond ou au loin ; particul. extrémité d’une ville bordée par la mer ou au pied d’une montagne.
Étymologie: ἔσχατος.