θρόμβος

From LSJ
Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρόμβος Medium diacritics: θρόμβος Low diacritics: θρόμβος Capitals: ΘΡΟΜΒΟΣ
Transliteration A: thrómbos Transliteration B: thrombos Transliteration C: thromvos Beta Code: qro/mbos

English (LSJ)

ὁ, (τρέφω, τέτροφα)

   A lump, Hdt.1.179; clot of blood, A. Ch.533, al., Pl.Criti.120a, etc.; χολῆς Hp.Morb.2.75; of milk, curd, αἰγῶν ἀπόρρους θ. Antiph.52.8; θρόμβοι ἁλῶν coarse salt, Suid.    b drop, θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες . . Ev.Luc.22.44.    2 nipple, PLond.1821.42.    II θ.· ὑψηλὸς τόπος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1219] ὁ (τρέφω), eigtl. eine geronnene Blutmasse, αἵματος, φόνου, Aesch. Ch. 526 Eum. 175; sp. D., wie Diosc. 13 (VII, 430); auch Plat. Critia. 120 a. Von geronnener Milch, Antiphan. bei Ath. X, 449 c; Nic. Al. 373. Vom Salz, das aus kleinen Theilchen zu einer Masse krystallisirt ist, Diosc.; vom Asphalt, Her. 1, 179.

Greek (Liddell-Scott)

θρόμβος: ὁ, (τρέφω, τέτροφα) ὄγκος, τεμάχιον, Λατ. grumus, οἷον ἐπὶ ἀσφάλτου, Ἡρόδ. 1. 179· βῶλος, ὄγκος πεπηγότος αἵματος, Αἰσχύλ. Χο. 533, 546, Εὐμ. 184 (πρβλ. 164), Πλάτ. Κριτί. 120 Α, κτλ.· ἐπὶ γάλακτος πηκτοῦ, αἰγῶν ἀπόρρους θρ. Ἀντιφ. Ἀφροδ. 1. 8· θρόμβοι ἁλῶν, ὡς τὸ χόνδροι ἁλ., χόνδρον ἅλας, ἄτριπτον, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 caillot de sang;
2 grain de bitume.
Étymologie: τρέφω.