ἱερατικός
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ή, όν,
A priestly, sacerdotal, θυσίαι Arist.Pol.1285b10; ὑπομνήματα Plu.Marc.5; στέφανος, ἁγιστεῖαι, Id.2.34e, 729a; ὀνόματα Luc.Philops.12; λόγος Ptol.Tetr. 87 (-ατητικός codd.); βίος Jul.Ep.89b; ἡ ἱ. (sc. τέχνη), = ἱερατεία, Pl.Plt.290d; οἱ ἱ. the priestly caste, Hld.7.11, cf. Dam.Pr.399. Adv. -κῶς in a sacerdotal sense, ib.256; ἱ. ζῆν as a priest should, Jul. l.c.; σεμνῶς καὶ ἱ. κρίνειν δίκας Just.Nov.79.1. 2 ἱ. βύβλος, χάρτης, name of a kind of papyrus, Str.17.1.15, PMag.Par.1.2105; κόλλημα, πιττάκιον, made of this material, ib.2068,3142. II devoted to sacred purposes, τὰ ἱ. the sacred fund, IGRom.3.1137 (Syria, iii A.D.). III ἱερᾱτ-ικόν, τό, name of a plaster, Gal.13.183.
German (Pape)
[Seite 1240] priesterlich, den Priester betreffend; θυσίαι Arist. pol. 3, 10; Plut. u. a. Sp.; – ἡ ἱερατική, = ἱερατεία, Plat. Pol. 290 d; – γραμμάτων μέθοδος, die Priesterschrift der Aegyptier, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερατικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸ ἱερατικὸν ἀξίωμα, θυσίαι Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 14, 12, πρβλ. Πλουτ. Μάρκελλ. 5., 2. 34Ε, 729Α· ἡ ἱερατικὴ (δηλ. τέχνη) = ἱερατεία, Πλάτ. Πολιτικ. 290D· οἱ ἱερατικοί, ἡ τάξις τῶν ἱερέων, Ἡλιόδ. 7. 11. ΙΙ. ἀφιερωμένος εἰς ἱεροὺς σκοπούς, Λουκ. Φιλοψ. 12· τὰ ἱερατικά, τὸ ἱερὸν ταμεῖον, Συλλ. Ἐπιγρ. 4595· ἴδε ἱερογλυφικός. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 168D, κλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 de prêtre, sacerdotal;
2 destiné ou propre aux usages sacrés.
Étymologie: ἱεράομαι.