ἰσομέτρητος
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ον,
A of equal measure or weight, εἰκών Pl.Phdr.235d, Plu.Sol.25; τινι D.C.59.11, cf. Max.Tyr.31.2.
German (Pape)
[Seite 1265] gleich gemessen, von gleicher Größe, von Lebensgröße, εἰκών Plat. Phaed. 235 d, ἀνδριάς Plut. Sol. 25, ἄγαλμα D. Cass. 59, 11, a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσομέτρητος: -ον, ἔχων ἴσον μέτρον, ἀνάλογος, Πλάτ. Φαῖδρ. 235D, Ἀριστ. Ἀποσπ. 377· τινι, πρός τινα, Δίων Κ. 59. 11. - Ἐπίρρ. -τως, Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτ. σ. 70.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’une mesure ou d’une grandeur égale.
Étymologie: ἴσος, μετρέω.