μυδαλέος

From LSJ
Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυδᾰλέος Medium diacritics: μυδαλέος Low diacritics: μυδαλέος Capitals: ΜΥΔΑΛΕΟΣ
Transliteration A: mydaléos Transliteration B: mydaleos Transliteration C: mydaleos Beta Code: mudale/os

English (LSJ)

α, ον,

   A wet, dripping, αἵματι Il.11.54; δάκρυσι Hes.Sc. 270, S.El.166 (lyr.): abs., Hes.Op.556, Antim.90, Hymn.Is.27.    II mouldy, ὀδμή A.R.2.191. [ῠ, but ῡ metri gr. in dactylic verses.]

German (Pape)

[Seite 213] feucht, benetzt; κατὰ δ' ὑψόθεν ήκεν ἐέρσας αἵματι μυδαλέας, von Blut triefend, Il. 11, 54; δάκρυσι, Hes. Sc. 270, vgl. O. 558 u. Soph. El. 162; διὰ μυδαλέοις δάκρυσι κόλπους τέγγουσι, Aesch. Pers. 531; δόναξ ἰξῷ μυδαλέος, Antp. Sid. 17 (VI, 109); auch = durch Feuchtigkeit verdorben, moderig, ὀδμή, Ap. Rh. 2, 191, πνεῖν, ib. 229.

Greek (Liddell-Scott)

μῠδᾰλέος: -α, -ον, ὑγρός, κάθυγρος, στάζων, διάβροχος, αἵματι Ἰλ. Λ. 54· δάκρυσι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 270, Σοφ. Ἠλ. 166· ἀπολ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 558. ΙΙ. ὑγρός, εὐρωτιῶν, ὀδμὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 191. [ῠ, ἀλλάχάριν τοῦ μέτρου ἐν δακτυλικοῖς στίχοις].

French (Bailly abrégé)

α, ον :
humide de, τινι.
Étymologie: μύδος.