νέφος
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
εος, τό,
A cloud, mass of clouds, Il.4.275, al.; σμικροῦ νέφους ἐκπνεύσας μέγας χειμών S.Aj.1148; ν. ὄμβριον Ar.Nu.288 (lyr.); ν. καὶ ὁμίχλη Pl.Ti.49c; τὸν κίνδυνον παρελθεῖν ὥσπερ ν. D.18.188. 2 metaph. (cf. νεφέλη 1.2), θανάτου δὲ μέλαν ν. ἀμφεκάλυψεν Il.16.350, cf. Od.4.180, B.12.64; λάθας ν. Pi.O.7.45; σκότου ν., of blindness, S.OT1314 (lyr.); ν. οἰμωγῆς, στεναγμῶν, E.Med.107 (anap.), HF 1140; ὀφρύων ν. a cloud upon the brow, Id.Hipp.172 (anap.); ὑπὸ τοῦ μετώπου οἷον ν. ἐπανεστηκός Arist.Phgn.809b22; διασκεδᾶτε τὸ προσὸν νῦν ν. ἐπὶ τοῦ προσώπου Anaxandr.58. II metaph., also, a cloud of men, etc., ν. πεζῶν, Τρώων, Il.4.274, 16.66; ψαρῶν, κολοιῶν, 17.755; ν. τοσοῦτον ἀνθρώπων Hdt.8.109; πενεστάων ν. Timo 39; μαρτύρων Ep.Hebr.12.1; πολέμοιο ν. the cloud of battle, thick of the fight, Il.17.243, cf.Ar.Pax1090: applied by Pi.N.10.9 to a single hero: used by Prose writers for poet. νεφέλη (q. v.). (Cf. Skt. nábhas 'fog', 'cloud', Slav. nebo 'heaven', Lat. nebula.)
German (Pape)
[Seite 249] τό, (nubes, verwandt mit δνόφος, κνέφας, wie νεφέλη), Wolke, Gewölk; ἄνεμος ζαὴς νέφεα σκιόεντα δονήσας, Il. 12, 157, öfter; σὺν δὲ νεφέεσσι κάλυψεν γαῖαν ὁμοῦ καὶ πόντον, Od. 9, 68; νέφη ὑδρηλά, Aesch. Suppl. 774; νέφεσσι γειτονῶν Διός, 761; Soph. Ai. 1172; ὄμβριον, Ar. Nubb. 288; u. in Prosa, νέφος καὶ ὁμίχλην, Plat. Tim. 49 c, einzeln bei Folgdn; Arist. de mund. erkl. πάχος ἀτμῶδες συνεστραμμένον, γόνιμον ὕδατος. – Häufig übertr., θανάτου νέφος, wie νεφέλη, Todesdunkel, Il. 16, 350 Od. 4, 180. – Eine große, dichtgedrängte Menge, ein Schwarm, der, wenn er sich von fern heranbewegt, einer Wolke ähnlich sieht, ἅμα δὲ νέφος εἵπετο πεζῶν, Il. 4, 274. 23, 133; ψαρῶν, κολοιῶν, 16, 66. 17, 755; πολέμοιο νέφος, das dichte Schlachtgetümmel, 17, 293, wie Pind. N. 10, 9, der auch νέφος πλούτου, fr. 84, u. in anderer Uebertragung ἐπιβαίνει λάθας νέφος, Ol. 7, 45, sagt, das Vergessen als das Verdunkeln des Wissens darstellend; von der Blindheit auch Soph. O. R. 1313; τοῖον Ἑλλάνων νέφος ἀμφί σε (Τροίαν) κρύπτει, Eur. Hec. 907, schließt sich an den homer. Gebrauch an; vgl. νέφος ἀσπίδων πυκνόν, Phoen. 258; auch von der Trauer, στυγνὸν νέφος ὀφρύων αὔξεται, Hipp. 173, wie auch wir von Wolken der Stirn sprechen; οἰμωγῆς, Med. 107, vgl. στεναγμῶν με περιβάλλει νέφος, Herc. Fur. 1140. – Auch Her. sagt 8, 109, wie Hom., νέφος τοσοῦτο ἀνθρώπων. – Od. 22, 304, ταὶ μέν (ὄρνιθες) τ' ἐν πεδίῳ νέφεα πτώσσουσαι ἵενται, erkl. die Alten = νεφέλαι, von Vogelnetzen.
Greek (Liddell-Scott)
νέφος: -εος, τό, (ἴδε ἐν τέλ.)· ― σύννεφον, ὄγκος ἢ σωρεία νεφῶν, συχν. παρ’ Ὁμ.· σμικροῦ νέφους ἐκπνεύσας μέγας χειμὼν Σοφ. Αἴ. 1148· ― ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ ὁ συνήθης τύπος (ἴδε νεφέλη Ι, 1): ν. ὄμβριον Ἀριστοφ. Νεφ. 288· ν. καὶ ὁμίχλη Πλάτ. Τίμ. 49C· τὸν κίνδυνον παρελθεῖν ὥσπερ ν. Δημ. 291. 13. 2) μεταφορ., ὡς τὸ νεφέλη Ι, 2, θανάτου δὲ μέλαν νέφος ἀμφεκάλυψεν Ἰλ. Π. 350, Ὀδ. Δ. 180· οὕτω, λάθας νέφος Πινδ. Ο. 7. 84· σκότου ν., ἐπὶ τυφλότητος, Σοφ. Ο. Τ. 1313· ν. οἰμωγῆς, στεναγμῶν Εὐρ. Μήδ. 107, Ἡρ. Μαιν. 1140· ν. ὀφρύων, νέφος ἐπὶ τῶν ὀφρύων, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 173· ν. μετώπου Ἀριστ. Φυσιογν. 5. 7· διασκεδᾶτε τὸ προσὸν νῦν ν. ἐπὶ τοῦ προσώπου Ἀναξανδρίδ. ἐν Ἀδήλ. 6. ΙΙ. μεταφορ. ὡσαύτως, ἐπὶ μεγάλου πλήθους, νέφος ἀνθρώπων, κτλ., ν. Τρώων, πεζῶν, ψαρῶν, κολοιῶν, Ἰλ. Δ. 274, Π. 66, Ρ. 755· ν. τοσοῦτο ἀνθρώπων Ἡρόδ. 8. 109· πολέμοιο ν., τὸ νέφος τῆς μάχης, δηλ. ἡ μεγάλη πληθὺς τῶν μαχομένων, Ἰλ. Ρ. 243, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1091· ἀλλὰ παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 10. 16, ἀναφέρεται εἰς ἕνα μόνον ἥρωα, ἴδε Dissen ἐν τόπῳ. (Ἐκ τῆς √ΝΕΦ παράγονται καὶ τά: νεφέλη, συννένοφα· πρβλ. Σανσκρ. nabh-as (nubes, aër), nabh-asyas (nubilus)· Λατ. nub-es, neb-es, neb-ula· Ἀρχ. Σκανδ. nifl· Ἀρχ. Γερμ. nib-ul (nebel)· ― ὁ Κούρτ. ἀρνεῖται τὴν σχέσιν τῶν κνέφας, γνόφος, κτλ., Gr. Et. σελ. 694).
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 nuage, nuée;
2 en gén. obscurité, ténèbres : θανάτου μέλαν νέφος IL, OD les noires ténèbres de la mort ; σκότου ν. SOPH les ténèbres de la cécité : νέφος οἰμωγῆς EUR le nuage de l’affliction ; ὀφρύων νέφος EUR les nuages des sourcils, càd un visage sombre, assombri;
3 p. anal. toute foule compacte (troupe, monceau, essaim) qui de loin ressemble à un nuage : νέφος Τρώων IL, πεζῶν IL, ἀνθρώπων HDT nuage de Troyens, de guerriers à pied, d’hommes ; νέφος ψαρῶν IL nuée d’étourneaux ; fig. πολέμοιο νέφος IL un nuage de guerre, fig. en parl. d’Hector;
4 la région des nuages, le ciel, l’éther.
Étymologie: cf. lat. nebula, nubes.