ξυρόν

From LSJ
Revision as of 20:04, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠρόν Medium diacritics: ξυρόν Low diacritics: ξυρόν Capitals: ΞΥΡΟΝ
Transliteration A: xyrón Transliteration B: xyron Transliteration C: ksyron Beta Code: curo/n

English (LSJ)

τό,

   A razor, E.El.241, Ar.Ec.65, Th.219, Nic.Al.411, Plu. Art.29, etc.: prov., ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς... ὄλεθρος ἠὲ βιῶναι death or life is balanced on a razor's edge, Il.10.173 : freq. in later authors, to express a delicately balanced like lihood of failure or success, ἀκμᾶς ἑστακυῖαν ἐπὶ ξυροῦ Ἑλλάδα Simon.97 ; ἐπὶ ξ. γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα Hdt.6.11 ; κίνδυνος ἐπὶ ξ. ἵσταται ἀκμῆς Thgn.557 ; βεβὼς . . ἐπὶ ξ. τύχης S.Ant.996 ; ἔβητ' ἐπὶ ξ. ; E.HF630 ; ἐπὶ ξ. εἶναι Theoc.22.6 ; ἐπὶ ξ. ἑστηκέναι Luc.JTr.3.
ξῠρόν· τομόν, ἰσχνόν, ὀξύ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 282] τό (ξύω, auch mit κείρω verwandt, vgl. Buttm. Lexil. II p. 264), das Scheermesser; κρᾶτα πλόκαμόν τ' ἐσκυθισμένον ξυρῷ, Eur. El. 241; Ar. Eccl. 65 u. A. – Von der haarfeinen Schärfe der Scheermesserklinge übertr., νῦν γὰρ δὴ πάντεσσιν ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς ἢ ὄλεθρος ἠὲ βιῶναι, Il. 10, 173, sprichwörtlich von dem entscheidenden Augenblicke, wo ein Haarbreit den Ausschlag geben kann, wie Her. 6, 11 sagt: ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν πρήγματα ἢ εἶναι ἐλευθέροισι ἢ δούλοισι; vgl. Theogn. 569; ähnlich Theocr. 22, 6, ἀνθρώπων σωτῆρες ἐπὶ ξυροῦ ἤδη ἐόντων, von den Dioskuren, den Rettern in der äußersten Gefahr; vgl. Aesch. Ch. 870, ἔοικε νῦν αὐτῆς ἐπὶ ξυροῦ πέλας αὐχὴν πεσεῖσθαι; Soph. φρόνει βεβὼς αὖ νῦν ἐπὶ ξυροῦ τύχης, Ant. 983; ὧδ' ἔβητ' ἐπὶ ξυροῦ, Eur. Herc. Fur. 630; so auch bei sp. D.; Paroemiogr.

Greek (Liddell-Scott)

ξυρόν: «τομόν. ἰσχνόν. ὀξὺ» Ἡσύχ.
ξῠρόν, τό, (ξύω, ἴδε ἐν λέξ. ξέω)˙ - ξυράφιον, Ὅμ., κλ.˙ - ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς …, ὄλεθρος ἠὲ βιῶναι, μεταφ. ἡ σωτηρία ἵσταται νῦν ἐπὶ ἀκμῆς ξυροῦ, (ἢ θὰ ἀπολεσθῶμεν ἢ θὰ σωθῶμεν, - θρὶξ ἀνὰ μέσσον, ὡς λέγει ὁ Θεόκρ.) Ἰλ. Κ. 173 συχνὸν ὡσαύτως καὶ παρὰ τοῖς μετέπειτα πρὸς δήλωσιν σωτηρίας ἢ ἐκφυγῆς θαυμαστῆς καὶ τῶν ὁμοίων, ἀκμῆς ἑστηκυῖαν ἐπὶ ξυροῦ Ἑλλάδα Σιμων. 103˙ ἐπὶ ξυροῦ τῆς ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πράγματα Ἡρόδ. 6. 11˙ κίνδυνος ἐπὶ ξ. ἵσταται ἀκμῆς Θέογν. 557˙ ἔοικε νῦν ἐπὶ ξ. πέλας αὐχὴν πεσεῖσθαι Αἰσχύλ. Χο. 883˙ βεβὼς ... ἐπὶ ξ. τύχης Σοφ. Ἀντ. 996˙ ἔβητ’ ἐπὶ ξυροῦ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 630˙ ἐπὶ ξ. εἶναι Θεόκρ. 22. 6˙ ἐπὶ ξ. ἑστηκέναι Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 3.

French (Bailly abrégé)

οῦ (τό) :
rasoir ; ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς ἵστασθαι IL, ἔχεσθαι HDT, εἶναι THCR, ou simpl. ἐπὶ ξυροῦ être sous le tranchant du rasoir, càd au moment critique.
Étymologie: R. Ξυ racler ; v. ξέω.