ὁμός

From LSJ
Revision as of 20:05, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμός Medium diacritics: ὁμός Low diacritics: ομός Capitals: ΟΜΟΣ
Transliteration A: homós Transliteration B: homos Transliteration C: omos Beta Code: o(mo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A one and the same, common, joint, οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁ. θρόος Il.4.437 ; ὁ. γένος 13.354 ; ὁμὴ σορός 23.91, IG14.2469.10 ; ὁ. τιμή Il.24.57 ; ὁ. αἶσα 15.209 ; ὁ. νεῖκος 13.333 ; ὁ. ὀϊζύς Od.17.563 ; ὁ. λέχος Il.8.291, Hes. Th.508 ; ὁμὰ χθών IG14.1721 ; οὐ καθ' ὁμὰ φρονέοντε not of one mind, Hes.Sc.50 ; ἱκνεῖσθαι εἰς ὁμόν unite, Parm.8.47 : c. gen., ἑτέρων ἴχνια μὴ καθ' ὁμὰ δίφρον ἐλᾶν Call.Aet.Oxy.2079.26. (Cf. Skt. samá-, Goth. sama 'the same', cogn. with εἷς.)

German (Pape)

[Seite 339] ähnlich, gleich; ὁμὸν γένος, einerlei Herkunft, Il. 13, 354; ὁμῇ πεπρωμένον αἴσῃ, 15, 209; gemeinsam, gemeinschaftlich, ὀστέα νῶϊν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι, Il. 23, 91, eine gemeinsame Urne; vgl. Ep. ad. 708 ( App. 147), δοιοὺς ὁμὰ χθὼν ἅδε καλύπτει; – ὁμὸν νεῖκος, Il. 13, 333; ὁμὴ ὀϊζύς, Od. 17, 563; ὁμὸν λέχος, Il. 8, 291; Hes. Th. 503; εἰς ὁμὸν ἱκέσθαι, Parmends. 108; πάντες ὁμὴν Ἀΐδαο κέλευθον νισσόμεθα, Qu. Sm. 7, 52; übereinstimmend, ὁμὰ φρονεῖν, Hes. Sc. 50. – Es ist verwandt mit ἅμα. Gebräuchlicher sind ὁμοῦ, ὁμῶς, ὁμόσε, ὁμόθεν, und davon abgeleitet ὁμοῖος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμός: -ή, -όν, (ἴδε ἅμα), ὁ αὐτός, ὅμοιος, κοινός, ἡνωμένος, Λατ. communis, οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς θρόος Ἰλ. Δ. 437· ὁμὸν γένος Ν. 354· ὁμὴ σορὸς Ψ. 91, αὐτόθι 57· ὁμὴ αἶσα Ο. 209· ὁμὸν νεῖκος Ν. 333· ὁμὴ ὀϊζὺς Ὀδ. Ρ. 563· ὁμὸν λέχος Ἰλ. Θ. 291, Ἡσ. Θ. 508· ὁμὴ σορὸς Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 590. 10· ὁμὰ χθὼν αὐτόθι 573· - ὁμὰ φρονεῖν, φρονεῖν τὰ αὐτά, ἔχειν τὸ αὐτὸ φρόνημα, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 50. Ὡς Ἐπίρρ., μόνον παρ’ Ἐπικ., ἀλλ’ ἴδε ὁμόσε, ὁμοῦ. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 151 κἑξ., 170.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 semblable, pareil à, τινι;
2 le même pour tous, commun.
Étymologie: *σομός, ; cf. lat. similis, simul, etc. ; cf. ἅμα.