παλάμη

From LSJ
Revision as of 20:05, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλᾰμη Medium diacritics: παλάμη Low diacritics: παλάμη Capitals: ΠΑΛΑΜΗ
Transliteration A: palámē Transliteration B: palamē Transliteration C: palami Beta Code: pala/mh

English (LSJ)

ἡ, Ep. gen. and dat. παλάμηφι, -φιν:—poet. Noun,

   A palm of the hand: hence, generally, hand, esp. as used in grasping, παλάμῃ δ' ἔχε χάλκεον ἔγχος Od.1.104; ἔγχος ὅ οἱ παλάμηφιν ἀρήρει Il.3.338, cf. 1.238, etc.; παλάμᾳ δονέων Pi.P.1.44.    2 hand as used in deeds of violence, ἔπασχον ὑπ' Ἄρηος παλαμάων by the hands of Ares, Il.3.128, cf. 5.558, A.Supp.865 (lyr.); Κυπρογενήας παλάμαισιν Alc.60: hence, a deed of force, ῥέξαι παλάμαν S.Ph.1206 (lyr.).    3 hand as used in works of art, etc., Il.15.411, Hes.Th.580, Sc.219, 320; ἐργατίναις π. IG12(2).129 (Mytil.).    II metaph., cunning, art, device, either in good or bad sense, π. βιότου a device for one's livelihood, Thgn.624, cf. Hdt.8.19; esp. of the gods, θεοῦ σὺν παλάμᾳ, θεῶν παλάμαι, παλάμαις Διός, by their arts, Pi.O.10(11).21, P.1.48, N. 10.65; ὦ παλάμαι θεῶν S.Ph.177 (lyr.); πυκνότατος παλάμαις, of Sisyphus, Pi.O.13.52, cf. A.Pr.167 (lyr.), etc.; παντοίας πλέκειν παλάμας Ar.V.645.    III piece of handiwork, work of art, Hsch. (pl.); πυριγενὴς π., i.e. a sword, E.Or.820 (lyr.). (Cf. Lat. palma, OE. folm 'hand'.)

German (Pape)

[Seite 446] ἡ, eigtl. palma, die flache Hand, die Hand, insofern man mit ihr Etwas faßt oder sonst verrichtet; παλάμῃ δ' ἔχε χάλκεον ἔγχος, Od. 1, 104; ἔγχος, ὅ οἱ παλάμηφιν ἀρήρει, Il. 3, 338; im plur., ἐν παλάμῃς φορέουσι, Il. 1, 238; τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος, 15, 411; als Symbol der Kunstfertigkeit, künstlerische Hände, Hes. Th. 580. 866 Sc. 219. 320. Aber auch als Symbol der Starke, die Faust, Il. 3, 128. 5, 558; vgl. ὦ παλάμαι θνητῶν, Soph. Phil. 177; παλάμᾳ δονέων Pind. P. 1, 44, öfter; ὀλόμεναι παλάμαις, Aesch. Suppl. 845; auch das mit der Hand Verrichtete, die That, ὡς τίνα δὴ ῥέξῃς παλάμαν ποτέ; Soph. Phil. 1191; vgl. βέβακεν Ἁτρείδης ἀλόχου παλάμαις, Eur. Andr. 1027, wo man an die Hände und die Ränke denken kann; besonders von Kunstwerken des bildenden Künstlers. – Uebertr. Handgriff, Kunstgriff, geschicktes Mittel wozu, βιότου, zum Lebenserwerb, Theogn. 624, vgl. 1022; Ζηνὸς παλάμαι, Pind. P. 2, 40; πυκνότατον παλάμαις, vom Si syphus, Ol. 13, 50: vgl. Aesch. Prom, 165: δεῖ δέ σε παντοίας πλέκειν εἰς ἀπόφευξιν παλάμας, Ar. Vesp. 644; auch in Prosa, ἔλεγε ἔχειν τινὰ παλάμην, τῇ ἐλπίζοι ἀποστήσειν τοὺς ἀρίστους, Her. 8, 19; vgl. Scol. bei Ath. XV, 695 a, εἴ τις δύναιτο καὶ παλάμην ἔχοι. – Bei den Attikern scheint es aber erst sehr spät in Prosa vorzukommen.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλάμη: [ᾰ], ἡ· Ἐπικ. γενικ. καὶ δοτ. παλάμηφι. -φιν· - ποιητικὸν ὄνομα, ἡ παλάμη τῆς χειρός, ἡ χείρ, μάλιστα ὡς χρησιμεύουσα εἰς τὸ ἔχειν ἢ κρατεῖν τι, κτλ., παλάμη δ’ ἔχε χάλκεον ἔγχος Ὀδ. Α. 104· ἔγχος παλάμηφιν ἀρήρει Ἰλ. Γ. 338, πρβλ. Α. 238, κτλ.· παλάμᾳ δονέων Πινδ. Π. 1. 85. 2) ἡ χεὶρ ὡς χρησιμεύουσα εἰς ἔργα βίας, πάσχειν τι ὑπ’ Ἄρηος παλαμάων, ὑπὸ τῶν χειρῶν τοῦ Ἄρ., Ἰλ. Γ. 128, πρβλ. Ε. 558, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 865· ὅθεν, ἔργον βίας, βιαία πρᾶξις, ῥέζειν παλάμαν Σοφ. Φιλ. 1206. 3) ἡ χεὶρ ὡς χρησιμεύουσα εἰς ἔργα τέχνης κτλ., Ἡσ. Θ. 580, Ἀσπὶς Ἡρ. 219, 330, πρβλ. Ἰλ. Ο. 411· ἐργατίναις π. Συλλ. Ἐπιγρ. 2169. 7, κ. ἀλλ. ΙΙ. μεταφορ., εὐφυΐα, τέχνη, ἐπινόημα, σχέδιον, μέθοδος, εἴτε ἐπὶ καλῆς εἴτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, π. βιότου, ἐπινόημα πρὸς συντήρησιν ἢ διατροφήν, Θέογν. 624, πρβλ. 1002, Ἡρόδ. 8. 19, Σοφ. Φιλ. 177· ἰδίως ἐπὶ τῶν θεῶν, θεοῦ σὺν παλάμᾳ, θεῶν παλάμαι, παλάμαις Διός, τεχνάσματα τῶν θεῶν, ἐπίνοιαι, Πινδ. Ο. 11 (10). 25, Π. 1. 94, Ν. 10. 121· πυκνότατος παλάμαις, ἐπὶ τοῦ Σισύφου, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 13. 73, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 165, κτλ.· παλάμας παντοίας πλέκειν Ἀριστοφ. Σφ. 645· π. πυριγενής, ἐργαλεῖον ἐκ τοῦ πυρὸς γεννηθέν, δηλ. ξίφος, Εὐρ. Ὀρ. 820. ΙΙΙ. ἔργον τῆς χειρός, ἔργον τέχνης, Ἡσύχ.· πρβλ. Λατ. manus Mentoris, ἡ τοῦ τεχνίτου χείρ, Ruhnk. Ep. Cr. σ. 101. (Πρβλ. Λατιν. palm-a, palm-us· Αγγλο-Σαξον. folm· Ἀρχ. Γερμαν. volm-a· ὅθεν παλαμάομαι, παλαμναῖος, Παλαμήδης).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. paume de la main ; main;
II. par ext. travail de la main, d’où
1 coup de main, acte violent, particul. coup frappé par les dieux;
2 art, moyen, expédient.
Étymologie: R. Παλ agiter, secouer ; v. πάλλω, cf. lat. palma.