παχύνω
Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel
English (LSJ)
pf. Pass.
A πεπάχυσμαι Arist.Mu. 394a28, Philostr. Gym.52, but πεπάχυμμαι Gal.6.678, Herm. ap.Stob.1.49.68 :—fatten, τὰ σώματα Pl.Grg.518c ; βοῦν Id.R.343b ; ἴππον X.Oec.12.20 :—Pass., grow fat, Hp.Aph.5.44, Ar.Ach.791 ; δαιτὶ παχυνόμενος AP7.207 (Mel.) ; παχυνθῇ ἡ ἀκρίς LXXEc.12.5. b thicken, strengthen, δεσμόν Porph.Abst.1.38. 2 metaph., cause to wax fat, increase, κότον π. A.Supp.618 :—Pass., ὄλβος ἄγαν παχυνθείς Id.Th.771 (lyr.). b metaph., make gross or dull, τὰς ψυχὰς ὑπὸ πλης μονῆς π. Plu.2.995d ; βρώσεις τὸν νοῦν π. Philostr.V A1.8 :— Pass., LXX Is.6.10 ; πεπαχυσμένος Philostr.VS1.21.1 ; to be coarsened, [ψυχὴ] παρὰ τὴν ἰδίαν φύσιν πεπαχυμμένη Herm. l. c. ; περιβλήματα . . παχυνόμενα ὑπὸ τῆς γηίνης φύσεως Procl.in R.1.119 K. II Pass., become thick, π. πρὸς τὸν ἥλιον, of the skull, Hdt.3.12 ; of humours, Hp.VM19 ; of excrements, Id.Prog.11, cf. Arist.GA735a36, al.; distd. from πήγνυσθαι, Id.Mete.383a11, b18 ; of fruit juices, become concentrated, Thphr.CP6.16.2 ; of oil, Philostr.Gym.52. 2 to be dulled, of the sun's light, D.P.35.
German (Pape)
[Seite 539] dick, seist od. fett machen, mästen; ἵππον, Xen. Oec. 12, 20, wie Plat. Rep. I, 343 b u. A.; pass. dick, fett werden, Her. 3, 12; vermehren, ὄλβος ἄγαν παχ υνθείς, Aesch. Spt. 753, u. so auch in sp. Prosa; perf. πεπάχυσμαι.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχύνω: [ῡ], μέλλ. -ῠνῶ· παθ. πρκμ. πεπάχυσμαι Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 6, Φιλόστρ., Γαλην.· (παχύς). Ὡς καὶ νῦν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λεπτύνω, ἰσχναίνω, τὰ σώματα Πλάτ. Γοργ. 518C· βοῦν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 343Β· ἵππον Ξεν. Οἰκ. 12, 20· - Παθ., γίνομαι παχύς, Ἱππ. Ἀφ. 1254, Ἀριστοφ. Ἀχ. 791· διατὶ παχυνόμενος Ἀνθ. Π. 207. 2) μεταφ., αὐξάνω, κότον π. (εἰ ἡ γραφὴ ὀρθὴ) Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 618· - Παθ., ὄλβος ἄγαν παχυνθείς ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 771· πρβλ. παχὺς ΙΙ· ἐπὶ τοῦ ἡλίου μεγεθυνομένου κατ’ ἐπίφασιν ἐν ὀμίχλη, Διον. Π. 35. β) μεταφορ., τὰς ψυχὰς ὑπὸ πλησμονῆς π. Πλούτ. 2. 995D. - Παθ., ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου Ἑβδ. (Ἡσαΐας Ϛ΄, 10), Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 15. ΙΙ. Παθ., γίνομαι παχύς, χονδρός, Αἰγύπτιοι μὲν αὐτίκα ἀπὸ παιδίων ἀρξάμενοι ξυρῶνται τὰς κεφαλὰς καὶ πρὸς τὸν ἥλιον παχύνεται τὸ ὀστέον Ἠρόδ. 3. 12· ἐπὶ χυμῶν, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 16· ἐπὶ ἐκκρίσεων, ὁ αὐτ. ἐν Προγν. 40· ἰσοδύν. τῷ πήγνυσθαι, συνίστασθαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 2, 7, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ διακρίνεται ἀπὸ τοῦ πήγνυσθαι, παρὰ τῷ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 4. 6. 5., 4. 7, 1.
French (Bailly abrégé)
Pass. ao. ἐπαχύνθην, pf. πεπάχυμμαι ou πεπάχυσμαι;
1 rendre gros, lourd, épaissir ; Pass. devenir épais, gros, lourd ; fig. grossir, enfler en parl. de la prospérité;
2 rendre fort;
3 fig. rendre lourd, hébéter.
Étymologie: παχύς.