σύμπτωμα
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
ατος, τό, (συμπίπτω)
A anything that happens, a chance, occurrence, τὰ σ. καὶ τὰ ἀπὸ τύχης Arist.Rh.1367b24; ἀπὸ συμπτώματος, coupled with ἀπὸ τύχης, Id.Ph.199a1, cf. Pol.1274a12; opp. αἴτια, Id.Div.Somn.462b27, cf.de An.434a32; κατὰ σύμπτωμα Thphr. Vent.17, cf. 31. 2 mishap, mischance, Th.4.36, Arist.Pol.1304a1, Chrysipp.Stoic.2.339, IG7.411.4 (Oropus, ii B.C.); ἀκούσιον σ. D.56.43; ὅταν τις . . ἀδίκοις περιπέσῃ σ. Men.590; τὰ κοινὰ κοινῶς δεῖ φέρειν σ. Id.817. II property, attribute, Epicur.Ep.1p.20U., al.: pl., distd. fr. συμβεβηκότα, ib.p.6 U., p.24 U.; τὸν Χρόνον σ. συμπτωμάτων λέγει Id.Fr.294; πνεύματος σ. Gal.4.706; Νουμήνιος σ. αὐτῆς (sc. τῆς συγκαταθετικῆς δυνάμεως) φησιν εἶναι τὸ φανταστικόν Porph. ap. Stob.1.49.25; σ. φυσικόν Iamb.Comm.Math.24. 2 Geom., property, of curve, etc., Archim.Con.Sph.13, Papp.54.21, al. III in diseases, symptom, Phld.Ir.p.29 W., Sor.1.48, al., Gal.7.50, 10.70, al.; σ. κεφαλῆς Aret.SD1.3; symptomata is expld. by sudor nequissimus, Gloss. IV falling in, collapse, in Medical sense, Pl.Ax. 364c; of a horse, PEnteux.14.9 (iii B.C.); σ. τῆς δυνάμεως, τῆς διανοίας, Diocl.Fr.192; of the lacus Fucinus, D.C.60.33.
German (Pape)
[Seite 990] τό, Zufall, bes. Unfall, Unglück; Thuc. γιγνόμενοι ἐν τῷ αὐτῷ ξυμπτώματι τῷ ἐν Θερμοπύλαις, 4, 36; Plat. Ax. 364 c; ἐπανορθούμενοι τὸ ἀκούσιον σύμπτωμα, Dem. 56, 43, Sp.; vgl. Lob. Phryn. 248.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπτωμα: τό, (συμπίπτω) τὸ συμπῖπτον, συμβαῖνον εἴς τινα, κατὰ σύμπτωσιν, συμβὰν κατὰ σύμπτωσιν, τὰ σ. καὶ τὰ ἀπὸ τύχης Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 32· ἀπὸ συμπτώματος, σχεδὸν ὡς τὸ ἀπὸ τύχης ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 2. 8, 5, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 12, 5· ἀντίθετ. τῷ αἰτία, ὁ αὐτ. περὶ τῆς Καθ’ Ὕπν. Μαντικ. 1· 5, κτλ.· ἴδε Trendel. εἰς Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 12, 3. 2) συχν. ἐπὶ κακῆς σημασίας, δυστύχημα, ἀτυχία, Θουκ. 4. 36, Ἀριστ. Πολ. 5. 4, 5· ἀκούσιον σ. Δημ. 1295. 20· ὅταν τις… ἀδίκοις περιπέσῃ σ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 63· τὰ κοινὰ κοινῶς δεῖ φέρειν σ. αὐτόθι 281c. II. ἐπὶ νόσων, «σύμπτωμα», σημεῖον τῆς νόσου, Πλάτ. Εἰρ. 364C· σ. κεφαλῆς Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 3. ΙΙΙ. κατάπτωσις, ἐπὶ τῆς λίμνης Φουκίνης, Δίων. Κάσσ. 60. 33.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
coïncidence, rencontre, d’où
1 en gén. événement fortuit;
2 particul. événement malheureux, malheur, malchance.
Étymologie: συμπίπτω.