ὑπόχρυσος
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
English (LSJ)
ον,
A containing a mixture or proportion of gold, γῆ Poll.3.87: metaph. of persons, Pl.R.415c; cf. ὑπάργυρος, etc. II laden with gold, very rich, ἔμπορος Hld.2.8; νεανίσκος 'gilded youth', Luc.Tox.16. III gleaming with gold, μῆλα Philostr.Im.1.31; gilded, Men.Epit.170; [δακτυλίους] σιδηροῦς ὑ. Inscr.Délos 298.33 (iii B. C.); κονδύλιον ὑ. ib.442 B61 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1240] worunter Gold ist, mit Gold vermischt, goldhaltig, Plat. Rep. III, 415 c; – unter Gold sitzend, sehr reich; ἔμπορος Heliod. 2, 8; Luc. Tox. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόχρῡσος: -ον, ὁ περιέχων μῖγμα ἢ μέρος χρυσοῦ, γῆ Πολυδ. Γ΄, 87· μεταφορ. ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Πολ. 415C· νεανίσκος Λουκ. Τόξαρ. 16· πρβλ. ὑπάργυρος, ὑπο-σίδηρος, -χαλκος· ΙΙ. πεφορτωμένος μὲ χρυσόν, ὑπερβαλλόντως πλούσιος, ἔμπορος Ἡλιόδ. 2. 8. ΙΙΙ. ὁ ἀπαστράπτων ἐκ χρυσοῦ, μῆλα Φιλόστρ. 809.