προσεπιλαμβάνω

From LSJ
Revision as of 20:07, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεπιλαμβάνω Medium diacritics: προσεπιλαμβάνω Low diacritics: προσεπιλαμβάνω Capitals: ΠΡΟΣΕΠΙΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: prosepilambánō Transliteration B: prosepilambanō Transliteration C: prosepilamvano Beta Code: prosepilamba/nw

English (LSJ)

   A bandage something to something else, ταινίῃ τὸν βραχίονα περὶ τὸ στῆθος περιδέοντα Hp.Fract.8:—Med., cj. in Sor.Fasc.26.    2 take or require still more, Thphr.HP8.2.7: c. gen., Porph.Abst.2.27; take in, occupy besides, Plb.10.10.5, Gem. 18.3; receive in addition, τὴν ἐποπτείαν Plu.Demetr.26; παλάθην ἰσχάδων Luc.Pisc.41; τοῦ δημοσίου a piece of public land, Plu.Publ. 20: abs., encroach, Thphr.Ign.50.    3 extend, increase, τῷ πλήθει τὴν ἐξουσίαν Arist.Ath.41.2.    II Med., lay hold besides, [τινὸς] κατὰ τὸ γόνυ Hp.Fract.13: metaph., help in a thing besides, προσεπιλαβέσθαι τοῦ πολέμου Hdt.5.44; τοῦ ἔργου take part in it, D.C.75.6: abs., attack besides, Pl.Ti.65d.    2 touch on besides, Paus.3.6.9.    3 receive part of, τῶν χωρίων D.S.19.9 (v.l.).

German (Pape)

[Seite 761] (s. λαμβάνω), noch dazu nehmen, einnehmen, Pol. 10, 10, 5; – im med. woran Theil nehmen, bei Etwas mithelfen, c. gen. der Sache u. c. dat. der Person, προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου, Her. 5, 44, Plat. Tim. 65, d; Plut. Popl. 20.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπιλαμβάνω: περιλαμβάνω μετά τινος ἄλλου, ταινίῃ βραχίονα Ἱππ. π. Ἀγμ. 758· κρατῶ, λαμβάνω, πιάνω προσέτι, κατὰ τὸ γόνυ αὐτόθι 761. 2) λαμβάνω ἢ ἀπαιτῶ ἔτι μᾶλλον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 7· λαμβάνωκαταλαμβάνω προσέτι, Πολύβ. 10. 10, 5, κτλ.· πρ. τὴν ἐποπτείαν Πλουτ. Δημήτρ. 26. ΙΙ. Μέσ., λαμβάνω μέρος τινός, τῶν χωρίων, τῆς τιμῆς Διόδ. 19. 9, Πλουτ. Ποπλικ. 20. 2) ἐπιλαμβάνομαι, βοηθῶ εἴς τι πρᾶγμα προσέτι, προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 5. 44· πρ. τοῦ ἔργου, λαμβάνω μέρος εἰς τὸ ἔργον, Δίων Κ. 75, 6· ἀπολ., Πλάτ. Τίμ. 65D. 3) ἅπτομαι, ἀναφέρω προσέτι, Παυσ. 3. 6, 9· πρβλ. προσλαμβάνω, συλλαμβάνω, συνεπιλαμβάνομαι. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 106, 366.

French (Bailly abrégé)

f. προσεπιλήψομαι, ao.2 προσεπέλαβον;
prendre en outre ; se charger en outre de, acc.;
Moy. προσεπιλαμβάνομαι;
1 recevoir une part de, gén.;
2 prendre part en outre : τινί τινος prendre part à qch (à une guerre) comme allié ou auxiliaire de qqn.
Étymologie: πρός, ἐπιλαμβάνω.