σύμφυτον
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
English (LSJ)
τό,
A comfrey, Symphytum bulbosum, Arist.HA616a1, Dsc.4.10, Ael.NA4.47. 2 σ. πετραῖον, low pine, Coris monspeliensis, Dsc.4.9. 3 = ἑλένιον, Id.1.28. 4 = γλυκύρριζα, Id.3.5 (versio Latina).
German (Pape)
[Seite 993] τό, eine Pflanze, von ihrer Heilkraft so benannt, weil sie das Zuwachsen, Zuheilen der Wunden befördert, Diosc., Symphytum officinale, Linn.
Greek (Liddell-Scott)
σύμφυτον: τό, φυτόν τι κληθὲν οὕτως ἐκ τῆς θεραπευτικῆς αὐτοῦ ἰδιότητος τοῦ κλείειν τὰ τραύματα (ἴδε προηγ.), symphytum officinale, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 4, Διοσκ. 4. 10, Ἀρεταῖ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
grande consoude, plante qui a la vertu de rapprocher les chairs.
Étymologie: συμφύω.