ὕφαλος
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
ον, (ἅλς)
A under the sea, ἔρεβος ὕ. the darkness of the deep, S.Ant.589 (lyr.); ὕ. πέτραι AP11.390 (Lucill.), cf. Ael.NA14.28, Jul.Or.1.41a; μὴ περὶ τὴν ὕφαλον (without πέτραν) ῥαγῇ τὸ σκάφος Lib.Ep.308, cf. Id.Or.62.32; νῆσος Luc.DMar.10.1; τὸ ὕ. (sc. ἔδαφος), Str.1.3.5; τὰ ὕ. τῆς νεώς the parts under water, opp. τὰ ἔξαλα, Luc.JTr.47; ὕ. πληγή, τραύματα, damages to a ship under water, Plb.16.3.2, 16.4.12. 2 metaph., secret, crafty, of men, EM 785.44; ὑ. ἡλικία καὶ μνησίκακος Gal.19.489. II somewhat salt, ὕδατα v.l. for ὑφαλυκά, Hp.Aër.3.
Greek (Liddell-Scott)
ὕφᾰλος: -ον, (ἅλς) ὁ ὑπὸ τὴν θάλασσαν, ὕφ. Ἔρεβος, τὸ σκότος τῆς ἀβύσσου, Σοφ. Ἀντιγ. 589· ὕφ. πέτρα Ἀνθ. Παλατ. 11. 390, Αἰλ., κλπ.· νῆσος Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 10. 1· τὸ ὕφαλον, τὰ κατώτερα ὕδατα, Στράβ. 51· τὰ ὕφαλα τῆς νεώς, τὰ μέρη τὰ ὑπὸ τὸ ὕδωρ, ἀντίθετ. τῷ τὰ ἔξαλα, Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 47· ― ὕφ. πληγαί, τραύματα, βλάβαι τοῦ πλοίου κατὰ τὰ ὑπὸ τὸ ὕδωρ μέρη, Πολύβ. 16. 3, 2., 4. 12. 2) μεταφορ., ὕπουλος, δόλιος, ἐπὶ ἀνθρώπων, «ὕφαλοι· αἱ ὑπὸ τὴν θάλασσαν κεκρυμμέναι πέτραι· ὅθεν καὶ ὕφαλος ἄνθρωπος λέγεται ὁ κεκρυμμένος καὶ πανοῦργος» Ἐτυμολ. Μέγ. 785, 44· «οὐχ ἁπλοῦν γένος εὑρίσκω τοὺς Ἀρμενίους, ἀλλὰ κρυπτόν τι καὶ ὕφαλον» Γρηγ. Ναζ. Λόγ. 29, σ. 328C, κλπ. ΙΙ. ὀλίγον τι ἁλμυρός, ὕδατα Ἱππ. π. Ἀέρ. 281.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est sous la mer, caché sous la mer ; τὰ ὕφαλα LUC partie du navire qui se trouve sous l’eau, œuvres vives.
Étymologie: ὑπό, ἅλς¹.