ἄκμων

From LSJ
Revision as of 15:21, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκμων Medium diacritics: ἄκμων Low diacritics: άκμων Capitals: ΑΚΜΩΝ
Transliteration A: ákmōn Transliteration B: akmōn Transliteration C: akmon Beta Code: a)/kmwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, orig. prob.

   A meteoric stone, thunderbolt (v. sub fin.), χάλκεος ἄ. οὐρανόθεν κατιών Hes.Th.722, cf. 724.    II anvil, Il.18.476, Od.8.274, Hdt.1.68: metaph., πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν Pi.P.1.86; λόγχης ἄκμονες very anvils to bear blows (cf. Sch. ad loc.), A.Pers.51; ὑπομένειν πληγὰς ἄκμων Aristopho 4; Τιρύνθιος ἄ., i. e. Hercules, Call.Dian.146 (expl. by Sch. ὁ μὴ καμὼν ἐπὶ τοῖς ἄθλοις).    2 pestle (Cyprian), Hsch.    3 head of a batteringram, Apollod.Poliorc.161.4.    III kind of eagle, Hsch.    IV kind of wolf, Opp.C.3.326.    V Pythag., = 6, Theol.Ar.37. (Cf. Skt.áśman- `sling-stone', etc.)

German (Pape)

[Seite 75] ον, (κάμνω), unermüdlich, λόγχης, nicht mit dem Speer zu ermüden, Aesch. Pers. 51, wo andere erkl. Ambos gegen den Speerwurf; Callim. Dian. 146. ονος, ὁ (καμεῖν? α priv. oder intens.?), 1) der Ambos, Hom. viermal, Od. 3, 434. 8, 274 Iliad. 18, 476. 15, 19; – Her. 1, 68; Pind. P. 1, 86; Sp. – 2) eine Wolfsart, Opp. C. 3, 326.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκμων: -ονος, ὁ, κατ’ ἀρχὰς πιθαν. μετεωρικὸς λίθος, κεραυνὸς (ἴδε ἐν τέλ.), χάλκεος ἄκμων οὐρανόθεν κατιών, Ἡσ. Θ. 722· πρβλ. 724. ΙΙ. ὁ ἄκμων, τὸ ἀμόνι τοῦ σιδηρουργοῦ, Ἰλ. Σ. 476, Ὀδ. Θ. 274, Ἡρόδ. 1. 68: ― μεταφ., πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν, Πινδ. Π. 1. 167· λόγχης ἄκμονες, ὡς ἄκμονες ἱκανοὶ νὰ ὑποφέρωσιν ἀκοντίσματα (ὡς ὁ Σχολ. ὑπολαμβάνει), Αἰσχύλ. Πέρσ. 51· οὕτως ὑπομένειν πληγὰς ἄκμων, Ἀριστοφῶν ἐν «Ἰατρῷ» 1· Τιρύνθιος ἄκμων, ὅ ἐ. Ἡρακλῆς, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 146. 2) κόπανος, γουδοχέρι, «ἄκμονα, ἀλετρίβανον, Κύπριοι», Ἡσύχ. ΙΙΙ. = οὐρανός, καὶ ἀκμονίδαι = οὐρανίδαι, Ἡσύχ., πρβλ. Ἀλκμᾶνα 111 (ἔνθα ἴδε Bgk). ΙV. εἶδος ἀετοῦ, Ἡσύχ. V. εἶδος λύκου, Ὀππ. Κ. 3. 326· (πρὸς ταῖς ἀνωτέρω μνημονευθείσαις σημασίαις πρβλ. Σανσκρ. açmâ (λίθος, μετεωρικὸς λίθος), açmaras (lapideus), Παλαιο-Σκανδιν. hamarr, Παλαιὰ Ὑψ. Γερμ hamar (σφυρίον, hammer, ἀγγλ.), Λιθουαν. akmú (λίθος).

French (Bailly abrégé)

1ονος (ὁ) :
météorite, éclair.
Étymologie: cf. ἄκμων².
2ονος (ὁ) :
enclume.
Étymologie: DELG vieux nom de la pierre ; cf. skr. áśman, av. asman, lit. akmuo.
3ονος (ὁ, ἡ)
infatigable : λόγχης ἄκμονες ESCHL infatigables à lancer la javeline.
Étymologie: ἀ, κάμνω.

English (Autenrieth)

ονος: anvil.