νεοθηλής

From LSJ
Revision as of 15:24, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοθηλής Medium diacritics: νεοθηλής Low diacritics: νεοθηλής Capitals: ΝΕΟΘΗΛΗΣ
Transliteration A: neothēlḗs Transliteration B: neothēlēs Transliteration C: neothilis Beta Code: neoqhlh/s

English (LSJ)

Dor. νεο-θᾱλής, ές, (θάλλω)

   A fresh-budding or sprouting, νεοθηλέα ποίην Il.14.347, cf. Hes.Th.576; ν. ὕλης h.Merc.82.    2 of animals, new-born, νεβρός, μόσχος, Anacr.51, AP9.274 (Phil.), cf. Gal.4.718.    3 metaph., fresh, εὐφροσύνη h.Hom.30.13; ν. αὔξεται νικαφορία grows with youthful vigour, Pi.N.9.48; αἰσχύνα E.IA188 (lyr.).    II (θηλή) just giving milk, μαζός Opp.C.1.437. [νεοθᾰλής is also cited by Theognost. Can.136.]

German (Pape)

[Seite 242] ές, 1) frisch, neu keimend, sprossend, grünend; ποίη, Il. 14, 347; Hes. Th. 576; ὕλη, H. h. Merc. 82; νεοθαλὴς νικαφορία, Pind. N. 9, 43; frisch, freudig gedeihend, εὐφροσύνη, H. h. 30, 13; κοῦραι, Anacr. 40, 14. – 2) (θηλή) frisch milchenb, μαζός, Opp. Cyn. 1, 437. – Auch = νεογλαγής; μόσχος, Philp. 59 (IX, 274); ἀμνός, Opp. Cyn. 2, 357.

Greek (Liddell-Scott)

νεοθηλής: Δωρ. -θᾱλής, ές· (√ ΘΑΛ, τέθηλα)· - ὁ νεωστὶ ἀρξάμενος νὰ θάλλῃ, νὰ βλαστάνῃ, νεοθηλέα ποίην Ἰλ. Ξ. 347· στεφάνους νεοθηλέας Ἡσ. Θ. 576· νεοθηλέος ὕλης Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 82. 2) ἐπὶ ζῴων, ὁ πρὸ μικροῦ γεννηθείς, νεογέννητος, Ἀνακρ. 51, Ἀνθολ. Π. 9. 274, πρβλ. Ὀππ. Κυν. 1. 436. 3) μεταφορ., πρόσφατος, εὐφροσύνη Ὁμ. Ὕμν. 30. 13· ν. αὔξεται νικαφορία, αὐξάνεται μετὰ νεανικῆς ἀκμῆς, Πίνδ. Ν. 9. 115· αἰσχύνα Εὐρ. Ι. Α. 188. ΙΙ. (θηλὴ) ὁ μόλις ἀρξάμενος νὰ θηλάζηται, μαζὸς Ὀππ. Κυν. 1. 436. [νεοθᾰλὴς μνημονεύεται ὡσαύτως ἐν Θεογνώστ. Καν. 136· πρβλ. νεηθαλής].

French (Bailly abrégé)

1ής, ές :
qui tète depuis peu.
Étymologie: νέος, θηλή.
2ής, ές :
jeune, frais.
Étymologie: νέος, θάλλω.

English (Autenrieth)

ές (θάλλω): fresh-sprouting, Il. 14.347†.