βλάβομαι
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
A = βλάπτομαι, only 3sg., βλάβεται δέ τε γούνατ' ἰόντι Il.19.166; stumble, hesitate, of a speaker, ib.82; of a bowstring, Anacreont.31.26.
German (Pape)
[Seite 446] praes. βλάβεται, = βλάπτεται, Il. 19, 82. 166 Od. 13, 34; Anacr. 31, 26; act. Qu. Sm. τίη νύ σοι ἔβλαβεν ἦτορ 5, 509.
Greek (Liddell-Scott)
βλάβομαι: βλάπτομαι, μόνον κατά γ΄ ἑνικὸν βλάβεται, Ἰλ. Τ. 82. 166.
French (Bailly abrégé)
seul. 3ᵉ sg. βλάβεται;
être atteint ; être affaibli, fléchir ; en parl. d’un orateur qui se trouble être embarrassé.
Étymologie: cf. βλάπτω.
English (Autenrieth)
see βλάπτω.