γαυλός
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
ὁ,
A milk-pail, Od.9.223, AP6.35 (Leon.); water-bucket, Hdt.6.119; machine for raising water, IG 11.146A29 (Delos): generally, any round vessel, beehive, AP9.404 (Antiphil.); drinking-bowl, Antiph.224.5, Theoc.5.104, Longus3.4. 2 = ὁ ἐξ ἀλλοτρίων ζῶν, Hsch., Cyr.; also, = εὐεξαπάτητος, Id. II γαῦλος (on the accent cf. Hdn. Gr.1.156, Eust.1625.3), ὁ, round-built Phoenician merchant vessel, opp. μακρὰ ναῦς, γαύλοισιν ἐν Φοινικικοῖς Epich.54, cf. Hdt.3.136, 137, Ar.Av.602, Call.Sos.9.7, etc.
German (Pape)
[Seite 476] ὁ, rundes Gefäß, a) Melkeimer, Od. 9, 223, ἅπαξ εἰρημέν.; Theocr. 5, 58. – b) Schöpfeimer, Her. 6, 119. – c) Bienenkorb, Antiphil. 29 (IV, 404); übh. Krug u. dgl., s. Antiphan. Ath. XI, 500 f.
Greek (Liddell-Scott)
γαυλός: ὁ, σκεῦος πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ γάλακτος κατὰ τὸ ἄμελγμα, «καρδάρι», Ὀδ. Ι. 223· κάδος πρὸς ἄντλησιν ὕδατος, «κουβᾶς», Ἡρόδ. 6. 119· καθόλου, πᾶν στρογγύλον σκεῦος, ἡ τῶν μελισσῶν κυψέλη, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 404, πρβλ. ἐπὶ πᾶσιν Ἀντιφ. Χρυσ. 1· εἶδος
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
vase ou panier arrondi, particul.
1 vase à traire le lait;
2 seau à puiser;
3 tasse en gén.
Étymologie: DELG cf. γύαλον, γυρός.