εἷμαι
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
pf. Pass. of ἕννυμι. II pf. Pass. of ἵημι.
German (Pape)
[Seite 730] perf. pass. zu ἕννυμι u. ἵημι. Vgl. auch ἦμαι.
Greek (Liddell-Scott)
εἷμαι: παθ. πρκμ. τοῦ ἕννυμι. ΙΙ. παθ. πρκμ. τοῦ ἵημι. ΙΙΙ. παθ. πρκμ. τοῦ ἕζω, σπανιώτερος τύπος τοῦ ἧμαι.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. de ἕννυμι;
pf. Pass. de ἵημι.
English (Autenrieth)
see ἕννῦμι.