ἐκδύω

From LSJ
Revision as of 15:26, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδύω Medium diacritics: ἐκδύω Low diacritics: εκδύω Capitals: ΕΚΔΥΩ
Transliteration A: ekdýō Transliteration B: ekdyō Transliteration C: ekdyo Beta Code: e)kdu/w

English (LSJ)

(ἐκδύνω Hdt. 1.9, etc.) :    I causal in pres. ἐκδύω: impf. ἐξέδυον· fut. ἐκδύσω : aor. 1 ἐξέδῡσα : late pf. ἐκδέδῠκα AP5.72 (Rufin.) :— take off, strip off, c. dupl. acc. pers. et rei, ἐκ μέν με χλαῖναν ἔδυσαν they stripped me of my cloak, Od.14.341 ; ἐκδύων ἐμὲ..ἐσθῆτα A.Ag.1269 ; ἐκδύσας αὐτὸν [τὸν χιτῶνα] X.Cyr.1.3.17 : c. acc. only, strip, πάντας ἐ. D.24.204 ; ἐξέδυσαν [ἐκεῖνον] Id.54.8.    2 Pass., ἐκδύομαι, aor. 1 ἐξεδύθην [ῠ]: pf. ἐκδέδῠμαι:—to be stripped of a thing, τὸν χιτωνίσκον ἐκδεδύσθαι Lys.10.10 ; [Μαρσύας] τὸ δέπμα ἐκδύεται Palaeph.47 : abs., to be stripped, ἐκδυθῆναι Antipho 2.2.5, cf. Plb.15.27.9.    3 Med., ἐκδύομαι, Cret. ἐσδ- GDI5100, fut. -δύσομαι: aor. 1 ἐξεδυσάμην:—strip oneself of a thing, put off, τεύχεά τ' ἐξεδύοντο they were putting off their armour, Il.3.114 ; ἐκδύσασθαι (leg.-δύσεσθαι) τὸν κιθῶνα Hdt.5.106 ; ἐκδεδύσθαι θοἰμάτιον D.54.35 ; θηρία ἐκδύεται τὸ ἄγριον Plu.Pomp.28 : abs., put off one's clothes, strip, θᾶττον ἐκδυώμεθα Ar.Lys.686, cf. X.HG2.4.19 ; technically, of ephebi, SIG527.99 (Dreros, iii B.C.), GDI5100 : metaph. of death, 2 Ep.Cor. 5.4.    II Act. in med. sense, put off, μαλακὸν δ' ἔκδυνε χιτῶνα Od. 1.437 ; ἐκδὺς χλαῖναν 14.460 ; τῶν ἱματίων κατὰ ἓν ἕκαστον ἐκδύνουσα Hdt.1.9 : metaph., τὸ γῆρας ἐκδύς Ar.Pax336, cf. Arist.HA600b15 ; τὸ κέλυφος ib.549b25 :—Pass., of the clothes, to be put off, ἅμα κιθῶνι ἐκδυομένῳ Hdt.1.8.    III aor. 2 ἐξέδυν: pf. ἐκδέδῡκα:—go or get out of, c. gen., ἐκδὺς μεγάροιο Od.22.334 ; ἐκδὺς καὶ ἀνακύψας τῆς θαλάσσης emerging from.., Pl.Phd.109d : metaph., ἐξέδυ δίκης E.Supp.416 ; ἐκδῦναι κακῶν Id.IT602.    2 pf. and aor. 2 c. acc., escape, shun, νῶϊν δ' ἐκδῦμεν ὄλεθρον [grant] us to escape.., Il.16.99 ; ἐκδεδυκέναι τὰς λῃτουργίας D.20.1 ; τὸν φθόνον ἐκδύς Plu.Pomp.30 ; τὴν ἀληθινὴν οὐσίαν ἐκδεδυκέναι ταῦτα Plot.6.6.8.    3 abs., escape, Thgn.358 ; escapeone's memory, Pl.Alc.2.147e.

German (Pape)

[Seite 758] (s. δύω), ausziehen; Hom. in tmesi, ἐκ μέν με χλαῖναν ἔδυσαν Od. 14, 341; ἐκδύων ἐμὲ χρηστηρίαν ἐσθῆτα Aesch. Ag. 1242; χλαινίον Ep. ad. 20 (XII, 40); auch ohne Zusatz-τινὰ ἐκδύειν, Einem die Kleider ausziehen u. ihn derselben berauben, Dem. 24, 204; vgl. Xen. Cyr. 1, 3, 17. – So pass., τὸ μὴ ἐκδυθῆναι Antiph. 2 β 5; ἐπάν τις ἐκδυθῇ Alexis Ath. VI, 227 d; ἅμα κιθῶνι ἐκδυομένῳ Her. 1, 8; φάσκων χιτωνίσκον ἐκδεδύσθαι, neben θοιμάτιον ἀποδεδύσθαι, er sagt, es sei ihm das Kleid ausgezogen worden, Lys. 10, 10; vgl. Μαρσύας τὸ δέρμα ἐκδύεται, es wird ihm die Haut abgezogen, Palaeph. 48, 3. – Med., a) sich ausziehen, ablegen; τεύχεα ἐξεδύοντο Il. 3, 114; τὴν ἐξωμίδ' ἐκδυώμεθα Ar. Lys. 662; ohne acc., ibd. 688, wie Xen. Hell. 3, 4, 19. So wird auch ἐκδύνω gebraucht, μαλακὸν δ' ἔκδυνε χιτῶνα Od. 1, 437; Her. 1, 9; ἐκδύνουσι τὸ κέλυφος Arist. H. A. 5, 17. Eben so aor. II., εἴ πώς οἱ ἐκδὺς χλαῖναν πόροι Od. 14, 460, wie Xen. Cyr. 1, 4, 26; übertr., τὸ γῆρας ἐκδύς Ar. Pax 336, wie τὸ ἄγριον Plut. Pomp. 28, die Wildheit ablegen; perf. ἐκδεδυκώς, Men. Harpocr. 116, 22. – b) herauskommen, herausgehen; ἐκδὺς μεγάροιο Od. 22, 334; entkommen, entgehen, δίκης Eur. Suppl. 432; ἐκδὺς καὶ ἀνακύψας ἐκ τῆς θαλάσσης, hervortauchen, Plat. Phaed. 109 d; auch τί, z. B. νῶϊν δ' ἐκδῦμεν ὄλεθρον Il. 16, 99; ἐκδεδυκέναι τὰς λειτουργίας, sich entziehen, Dem. 20, 1; τὸν φθόνον Plut. Pomp. 30; – ἔκδυθι, als att. erwähnt, B. A. 41.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδύω: καὶ ἐκδύνω: 1) μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεστ. ἐκδύω, παρατ. ἐξέδυον, μέλλ. ἐκδύσω, ἀόρ. α΄ ἐξέδῡσα· - ἀφαιρῶ, γυμνώνω, «γδύνω», Λατ. exuere, μετὰ διπλῆς αἰτιατ. προσ. καὶ πράγμ., ἐκ μέν με χλαῖναν ἔδυσαν, ἀπέδυσαν, Ὀδ. Ξ. 341· ἐκδύων ἐμὲ … ἐσθῆτα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1269· ἐκδύσας αὐτὸν τὸν χιτῶνα Ξεν. Κύρ. 1. 3, 17· μετ’ αἰτ. μόνον, πάντας ἐκδύειν Δημ. 736. 26· ἐξέδυσαν ἐκεῖνον ὁ αὐτ. 1259. 11. 2) Παθ., ἐκδύομαι, ἀόρ. α΄ ἐξεδύθην ῠ, πρκμ. ἐδέδῠμαι· - ἀπογυμνοῦμαι ἔκ τινος, τὸν χιτωνίσκον ἐδεδύσθαι Λυσ. 117. 7· Μαρσύας τὸ δέρμα ἐκδύεται Παλαίφατ. 48. 3· ἀπο., ἐδυθῆναι Ἀντιφῶν 117. 2, πρβλ. Πολύβ. 15. 27, 9. 3) Μέσ., ἐκδύομαι, ἀόρ. α΄ ἐξεδυσάμην· - ἀποδύομαι, τεύχεά τ’ ἐξεδύοντο Ἰλ. Γ. 114· ἐκδύσασθαι τὸν κιθῶνα Ἡρόδ. 5. 106· θοἰμάτιον ἐκδεδύσθαι Δημ. 1268. 1· τὸ γῆρας, τὸ κέλυφος, κτλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 17, 11· ἀπολ., ἀποδύομαι, «βγάλω τὰ ἐνδύματά μου», θᾶττον ἐκδυώμεθα Ἀριστοφ. Λυσ. 688, πρβλ. 920, 925, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 19. ΙΙ. οἱ τύποι ἐκδύνω, παρατ. ἐξέδυνον, ἀόρ. β΄ ἐξέδυν, πρκμ. ἐκδέδῡκα, ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ὡς τὸ μέσ. ἐκδύομαι, μαλακὸν δ’ ἔκδυνε χιτῶνα Ὀδ. α. 437· ἐκδὺς χλαῖναν Ξ. 460· τῶν ἱματίων κατὰ ἓν ἕκαστον ἐκδύνουσα Ἡρόδ. 1. 9· μεταφ., τὸ γῆρας ἐκδὺς Ἀριστοφ. Εἰρ. 336. - Παθ., ἐπὶ τῶν ἐνδυμάτων, ἀποβάλλομαι, ἀφαιροῦμαι, ἅμα κιθῶνι ἐκδυομένῳ Ἡρόδ. 1. 8· πρβλ. ἀποδύω, ἴδε καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 89. 2) ἀλλ’ ἀόρ. β΄ ἐξέδυν, πρκμ. ἐκδέδυκα, ἐξῆλθον ἀπό τινος, μετὰ γεν., ἐκδὺς μεγάροιο Ὀδ. Χ. 334· τῆς θαλάσσης Πλάτ. Φαίδων 109D· μεταφ., ἐξέδυ δίκης Εὐρ. Ἱκ. 416· ἐκδύναι κακῶν ὁ αὐτ. Ι. Τ. 602. 3) ὁ ἀόρ. β΄ κεῖται ὡσαύτως μετ’ αἰτ., ἐκφεύγω, διαφεύγω, ἀποφεύγω, νῶιν δ’ ἐκδῦμεν ὄλεθρον, «ἡμῖν τὸν ὄλεθρον ἐκδῦναι γένοιτο» (Σχόλ.), διαφυγεῖν, Ἰλ. Π. 99, ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ)· ἐκδεδυκέναι τὰς λειτουργίας Δημ. 457. 9. 4) ἀπολ., διαφεύγω, Θέογν. 358· διαφεύγω τὴν μνήμην τινός, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 174Ε.
Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα δύω.

French (Bailly abrégé)

I. tr. (aux temps suiv. : f. ἐκδύσω, ao. ἐξέδυσα, Pass. ao. ἐξεδύθην, pf. ἐκδέδυμαι) dépouiller : τινά τι qqn de qch ; Pass., en parl. d’un vêtement être quitté;
II. intr. (ao.2 ἐξέδυν, pf. ἐκδέδυκα, et Moy. ἐκδύομαι, impf. ἐξεδυόμην);
1 se dépouiller de : τι de qch (vêtement, armure, etc.) ; fig. ἐκδ. τὸ ἄγριον PLUT se dépouiller d’un air sauvage;
2 se dégager de, s’échapper de, gén. : μεγάροιο OD sortir du palais ; ἐκ τῆς θαλάσσης PLAT du sein de la mer ; κακῶν EUR échapper à des maux ; avec l’acc. : ὄλεθρον IL, τὸν φθόνον PLUT échapper à la mort, à l’envie.
Étymologie: ἐκ, δύω.

English (Autenrieth)

ipf. ἔκδῦνε, aor. opt. ἐκδῦμεν, part. ἐκδύς, mid. ipf. ἐξεδύοντο: get out from, put off, doff; ἐκδὺς μεγάροιο, Od. 22.334; ἔκδῦνε χιτῶνα, Od. 1.437; τεύχεα τ' ἐξεδύοντο, Il. 3.114; metaph., ὄλεθρον, ‘escape,’ Il. 16.99.