Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐχετάομαι

From LSJ
Revision as of 15:28, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχετάομαι Medium diacritics: εὐχετάομαι Low diacritics: ευχετάομαι Capitals: ΕΥΧΕΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: euchetáomai Transliteration B: euchetaomai Transliteration C: efchetaomai Beta Code: eu)xeta/omai

English (LSJ)

Ep. for εὔχομαι, only in pres. and impf. (without augm.):—

   A pray, θεοῖσι . . μεγάλ' εὐχετόωντο ἕκαστος Il.8.347, 15.369; Κρονίωνι . . εὐχετάασθαι 6.268; πάντες δ' εὐχετόωντο θεῶν Δῒ Νέστορί τ' ἀνδρῶν 11.761, cf. Od.8.467.    II boast, profess, c. inf., τίνες ἔμμεναι εὐχετόωντο; Od.1.172, etc.; with inf. omitted, A.R.1.189, Orph.A.289; brag, ἵνα μή τις . . εὐχετόῳτ' ἐπέεσσι Il.12.391; οὐ μὲν καλὸν ὑπέρβιον εὐχετάασθαι 17.19; μὰψ αὔτως εὐχετάασθαι 20.348; κταμένοισιν ἐπ' ἀνδράσιν εὐχετάασθαι to glory over them, Od.22.412.

German (Pape)

[Seite 1109] ep. = εὔχομαι, nur praes. u. impf., sie hen, beten, Il. 8, 347. 15, 369, θεῷ, zu einem Gotte, 6, 268 Od. 12, 356; Ap. Rh. 4, 588; auch πάντες δ' εὐχετόωντο θεῶν Διΐ, Νέστορι δ' ἀνδρῶν, Il. 11, 761, bewiesen ihm ihre Verehrung; auch = danken, Od. 8, 467; auch c. inf., πορεῖν Ap. Rh. 4, 588; λίθῳ, anbeten, 2, 1173. – Mit Zuversicht aussagen, sich rühmen, τίνες ἔμμεναι εὐχετόωνται Od. 1, 172, öfter; ἐπέεσσι, großprahlen, Il. 12, 391; ὑπέρβιον αὔτως εὐχετάασθαι, Il. 17, 19. 20, 348; aber κταμένοισιν ἐπ' ἀνδράσιν εὐχετάασθαι, Od. 22, 412, heißt nicht "sich über die Erschlagenen übermüthig erheben", sondern "auf Leichen beten". Auch sp. D., wie Orph. Arg. 287; Ap. Rh. 2, 359; Opp. Cyn. 2, 615.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχετάομαι: Ἐπικ. ἀντὶ εὔχομαι. ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. (ἄνευ αὐξ.). Εὔχομαι, δέομαι, θεοῖσι μεγάλ’ εὐχετόωντο ἕκαστος Ἰλ. Θ. 347· Κρονίωνι... εὐχετάασθαι Ζ. 268· πάντες δ’ εὐχετόωντο θεῶν Διῒ Νέστορί τ’ ἀνδρῶν Λ. 761, πρβλ. Ὀδ. Θ. 467. ΙΙ. καυχῶμαι, μετ’ ἀπαρ., τίνες ἔμμεναι εὐχετόωντο; Ὀδ. Α. 172, κτλ.· καὶ παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 189, Ὀρφ. Ἀργ. 287: - μεγαλαυχῶ, κομπορρημονῶ, Λατ. gloriari, ἵνα μή τις... εὐχετόωτ’ ἐπέεσσι Ἰλ. Μ. 391· οὐ μὲν καλὸν ὑπέρβιον εὐχετάασθαι Ρ. 19· μὰψ αὔτως εὐχετάασθαι Υ. 348: - κταμένοισιν ἐπ’ ἀνδράσιν εὐχετάασθαι, κομπάζειν ἐπ’ αὐτῶν (ἐν σχέσει πρὸς τὸ ὀλόλυξεν ἐν στίχ. 408) Ὀδ. Χ. 412.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
I. prier :
1 adresser un vœu ou une prière;
2 rendre grâces;
II. se vanter.
Étymologie: épq. c. εὔχομαι.

English (Autenrieth)

(εὔχομαι), opt. εὐχετοῴμην: pray or offer obeisance, τινί, boast; εὐχετόωντο θεῶν Διὶ Νέστορί τ ἀνδρῶν, Il. 11.761, Od. 8.467; ὑπέρβιον, αὔτως εὐχετάασθαι, Il. 17.19, Il. 20.348; τίνες ἔμμεναι εὐχετόωνται, Od. 1.172 (see εὔχομαι).