ὄγμος
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ὁ,
A furrow in ploughing, τοὶ δὲ στρέψασκον ἀν' ὄγμους Il.18.546 ; πίονες ὄγμοι h.Cer.455. 2 swathe in reaping, ὥς τ' ἀμητῆρες ὄ. ἐλαύνωσιν Il.11.68 ; δράγματα δ' ἄλλα μετ' ὄ. . . πῖπτον 18.552, cf. 557 ; ὄ. ἄγειν ὀρθόν Theoc.10.2. 3 strip of cultivated land (written ὤγμος), PFay.120.7 (ii A.D.), BGU166.7 (ii A.D.). II metaph., ὅ τε πλήθει μέγας ὄ. [the moon's] vast orbit is accomplished, h.Hom. 32.11 ; of the sun, Arat.749 ; of a hippopotamus, παλίσσυτον ὄ. ἐλαύνων Nic.Th.571 ; ὄ. κακῶν . . γήραος, i.e. wrinkled old age, Archil. 116 ; ὄ. ὀδόντων row of teeth, APl.4.265, etc.
German (Pape)
[Seite 291] ὁ (nach Buttm. Lexil. I p. 123 von ἄγω, alles im Raume Fortgeführte), eine Linie, Reihe; bes. die mit dem Pfluge gezogene Furche auf dem Acker, τοὶ δὲ στρέψασκον ἀν' ὄγμους, Il. 18, 546, das Schwad, beim Getreidemähen, ὥςτ' ἀμητῆρες ὄγμον ἐλαύνωσιν κατ' ἄρουραν, 11, 68. 18, 552. 557; ἄγειν, Theocr. 10, 2; – die Bahn der Himmelskörper, z. B. vom Monde, ὅτε πλήθῃ μέγας ὄγμος, wenn der große Kreislauf erfüllt ist, H. h. 32, 11; von der Sonne, Arat. Diosem. 17; παλίσσυτον ὄγμον ἐλαύνων, Nic. Ther. 571, wo der Schol. sagt, daß es eigtl. τὴν τάξιν, τὴν ἐπίστιχον φυτουργίαν τῶν δένδρων καὶ τὴν κατὰ τάξιν ἀγωγήν bedeute.
Greek (Liddell-Scott)
ὄγμος: ὁ, κυρίως ἡ ἐπὶ εὐθὺ τοῦ ἀρότρου τομή, αὐλάκιον, τοὶ δὲ στρέψασκον ἀν’ ὄγμους, «ὄγμους, τὰς ἐπ’ εὐθείας τοῦ ἔργου διεξόδους φησί, τὰς αὔλακας» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 546· πίονες ὄγμοι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 455. 2) τὸ ἐπίστιχον ἔργον τῶν θεριζόντων ἐπὶ τῆς κατ’ εὐθὺ τάξεως τοῦ θερισμοῦ, ὥστ’ ἀμητῆρες ἐναντίοι ἀλλήλοισιν ὄγμον ἐλαύνωσιν.. κατ’ ἄρουραν, «ὥσπερ θεριστὰς ἐναντίον ἀλλήλων στίχον ἐφεξῆς συντόμως κόπτουσι κατ’ ἄρουραν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Λ. 68· δράγματα δ’ ἄλλα μετ’ ὄγμον.. πῖπτον Σ. 552, πρβλ. 557· ὄγμον ἄγειν Θεόκρ. 10. 2. 3) μεταφ., ὅτε πλήθῃ μέγας ὄγμος, ὅταν ὁ μέγας [τῆς σελήνης] κύκλος πληρωθῇ, Ὕμν. Ὁμ. 32. 11· οὕτως ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἄρατ. 748, πρβλ. Νικ. Θ. 571· ὡσαύτως, ὄγμος κακοῦ ... γήραος, ὅ. ἐ. ἐρρυτιδωμένον γῆρας, Ἀρχίλ. 91· ὄγμος ὀδόντων, σειρὰ ὀδόντων, Ἀνθ. Πλαν. 265, κτλ. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἄγω· πρβλ. τὸ Σανσκρ. aǵ-m-an, aǵ-m-as, Λατ. ag-m-en.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 sillon que trace la charrue;
2 p. anal. rangée ; rang de javelles.
Étymologie: R. Ἀγ, mener ; cf. ἄγω.
English (Autenrieth)
(ἄγω): furrow, also swath made by the mower or reaper, Il. 18.552, 557.