προθέω
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
English (LSJ)
(A),
A run before, Il.10.362; πολὺ προθέεσκε he was far ahead, 22.459, Od.11.515; opp. ἀπολείπομαι, Pl.Cra.412a: c. gen., outrun, Ael.NA7.26, Jul.Caes.315b; βέλη π. τῆς ὄψεως Plu.Crass.18. 2 run forward or forth, X.An.5.8.13, A.R.1.314, J.BJ3.10.1. II c. acc., outrun, outstrip, X.Cyn.3.7.
προθέω (B), 3pl. προθέουσιν, sts. taken as a form of προτίθημι, found once in Hom., τοὔνεκά οἱ προθέουσιν ὀνείδεα μυθήσασθαι;
A do they therefore appoint for him revilings to utter? Il.1.291 (but expld. fr. προθέω (A) by Aristarch., with ὀνείδεα as subj.; perh., do his insults dash forward for utterance?).
German (Pape)
[Seite 723] alte Stammform von προτίθημι, von der Il. 1, 291 προθέουσι = προτιθέασι vorkommt, τοὔνεκά οἱ προθέουσιν ὀνείδεα μνθήσασθαι; stellen sie ihm frei, Schmähworte auszustoßen? Scholl. Aristonic. ὅτι συνήθως ἑαυτῷ προθέουσι τὰ ὀνείδη; also Aristarch nahm ὀνείδη als Subject, sah also in προθέουσι das Verbum προθέω »vorlaufen«, laufen ihm die Schmähworte zum Aussprechen hervor, so daß er sie aussprechen muß? (s. θέω), vorlaufen, Xen. An. 5, 8, 13; voranlaufen, ὁ δέ τε προθέῃσι, Il. 10, 362; πολὺ προθέεσκε, 22, 459, er blieb im Laufe weit voran, wie Od. 11, 515; Ggstz von ἀπολείπεσθαι, Plat. Crat. 412 a u. Sp., wie Luc. Gall. 12; τινός, Plut. Crass. 18; τί, Opp. H. 4, 431.
Greek (Liddell-Scott)
προθέω: μέλλ. -θεύσομαι, προτρέχω, τρέχω ἐμπρός, Ἰλ. Κ. 362· πολὺ προθέεσκε, κατὰ πολὺ προεῖχε, προηγεῖτο εἰς τὸν δρόμον, αὐτόθι Χ. 459, Ὀδ. Λ. 515, διάφ. γραφ. ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 240· ἀντίθετ. τῷ ἀπολείπομαι, Πλάτ. Κρατ. 412Α. 2) τρέχω πρὸς τὰ ἐμπρός, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 13. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ὑπερβαίνω εἰς τὸν δρόμον, ὑπερτερῶ, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 3, 7, Αἰλ. π. Ζ. 7. 26· μετὰ γεν., Πλούτ. Κράσσ. 18.
French (Bailly abrégé)
11 courir en avant;
2 dépasser à la course, acc. ; fig. s’avancer au delà de, gén..
Étymologie: πρό, θέω.