νύσσω
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
Att. νύττω, Pass., pf.
A νένυγμαι Gal.10.221 : aor. 1 ἐνύχθην D.L.2.109, Gal.10.390 : aor. 2 ἐνύγην [ῠ], 3sg. opt. νυγείη ib.401 ; part. νῠγείς Chrysipp.Stoic.2.233, Gal.13.565, App.Anth.3.129.6 (D.L.) :—touch with a sharp point, prick, stab, pierce, ἔγχεϊ νύξε Il.5.579 ; χείρεσσι . . ἀσπίδα νύσσων 16.704 ; χθόνα . . ἵπποι νύσσοντες χηλῇσι dinting the earth with their hoofs, Hes.Sc.62 ; ἀγκῶνι νύξας having nudged him with the elbow, Od.14.485, cf. Theoc.21.50, Plu.2.79e, etc. ; γνωμιδίῳ γνώμην ν. prick it (and see what is in it), Ar.Nu.321 ; γέονταν. 'beard the lion in his den', Diogenian.1.52. 2 metaph., sting, Phld.Lib.p.64O. ; νύξας ὁ λόγος Luc.Herm.71, cf. Porph.Abst. 1.49. II impinge upon, esp. of sense-impressions, Plot.4.5.1, 6.6.12 :—Pass., Chrysipp. l. c., Alex.Aphr.de An.130.15. 2 Pass., of the νεῦρα, suffer lesion (νύγμα 1.2), Gal.ll.cc.
German (Pape)
[Seite 271] att. νύττω, stoßen, stechen, durchbohren; ξίφεσι, ἔγχεσι u. ä., Il., oft auch schlagen; χείρεσσι – ἀσπίδα, 16, 704; χθόνα νύσσειν χηλῇσι, von Pferden, den Boden mit den Hufen schlagen, Hes. Sc. 62; ἀγκῶνι νύσσειν, mit dem Ellenbogen anstoßen, um Einen aus dem Schlafe zu wecken od. ihn aufmerksam zu machen, Od. 14, 485; νύττουσι καὶ φλῶσι τἀντικνήμια, Ar. Plut. 784; übertr., γνώμην γνωμιδίῳ, Nubb. 320; auch in späterer Prosa, ἔνυξαν τὴν χεῖρα, Luc. Epist. Saturn. 38, νύξας ὁ λόγος, Hermot. 71; Plut. Cleom. 37; νυσσόμενος τὸ πλεῦρον, Agath. 69 (XI, 382); – λέοντα νύσσεις, sprichwörtlich, wie ξυρᾷς, von gefährlichem Unternehmen, Diogen. 1, 52.
Greek (Liddell-Scott)
νύσσω: Ἀττ. νύττω: μέλλ. -ξω· - τρυπῶ δι’ ὀξέως ὀργάνου, κεντῶ, διαπείρω, ἔγχεϊ νύξε Ἰλ. Ε. 579· χείρεσσι ... ἀσπίδα νύσσων Π. 704· χθόνα νύσσειν χηλῇσι, τύπτειν τὴν γῆν διὰ τῶν ὁπλῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 62· ἀγκῶνι νύξας, κτυπήσας αὐτὸν διὰ τοῦ ἀγκῶνος, «σκουντήσας», Ὀδ. Ξ. 485, πρβλ. Θεόκρ. 21. 50, Πλούτ. 2. 79Ε, κτλ.· ν. γνώμην γνωμιδίῳ, κεντῶ (καὶ βλέπω τί περιέχει), Ἀριστοφ. Νεφ. 321· - λέοντα ν., παροιμ., ἐπὶ κινδυνώδους ἐπιχειρήσεως, Παροιμιογρ.
French (Bailly abrégé)
f. νύξω, ao. ἔνυξα, pf. inus.
Pass. ao. ἐνύχθην, ao.2 ἐνύγην, pf. νένυγμαι;
1 piquer ; frapper : τινα ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσιν IL qqn avec les glaives et les lances;
2 frapper, heurter : ἀσπίδα χείρεσσιν IL un bouclier de ses mains ; ἀγκῶνί τινα OD pousser qqn du coude ; particul. pousser qqn (du coude ou autrement) pour l’avertir.
Étymologie: R. Νυχ égratigner ; cf. ὄνυξ.
English (Autenrieth)
part. νύσσων, -οντες, pass. pres. part. νυσσομένων: prick, pierce (Il. and Od. 14.485.)