λιτανεύω

From LSJ
Revision as of 15:31, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐτᾰνεύω Medium diacritics: λιτανεύω Low diacritics: λιτανεύω Capitals: ΛΙΤΑΝΕΥΩ
Transliteration A: litaneúō Transliteration B: litaneuō Transliteration C: litaneyo Beta Code: litaneu/w

English (LSJ)

in Hom. with λλ in augm. tenses, ἐλλιτάνευε, ἐλλιτάνευσα: (λιτανός): —

   A pray, entreat, πάντας δ' ἐλλιτάνευε (v.l. δὲ λ.) Il.15.422:— Constr. same as λίσσομαι, either abs., Od.7.145: or c. acc. pers., Il. l. c., 9.581, etc.; that by which one prays in gen., γούνων ἐλλιτάνευσα Od.10.481; for which in Il.24.357 we have ἀλλ' ἄγε, γούνων ἁψάμενοι λιτανεύσομεν (Ep. for -ωμεν); also c. inf., 23.196: c. acc. pers. et inf., Hes.Th.469, Pi.N.8.8, etc.: c. Adj. neut., πολλὰ λ. τινά ib.5.32: rare in Att. Poets, Men.49 (dub. l.), and in Prose, X.HG2.4.26, Pl. R.388b, LXXPs.44(45).12; λ. τὸ θεῖον Str.15.1.60; τοὺς θεοὺς εὐχαῖς D.H.4.76.

Greek (Liddell-Scott)

λῐτᾰνεύω: μέλλ. -σω, ἐν τοῖς μετ’ αὐξήσεως χρόνοις τὸ λ διπλασιάζεται παρ’ Ὁμ. χάριν τοῦ μέτρου, ἐλλιτάνευε, ἐλλιτάνευσα· (λίτομαι). Συνώνυμ. τῷ λίσσομαι, ἱκετεύω, παρακαλῶ, μάλιστα ζητῶν προστασίαν, Ὅμ., κλ. ― Συντάσσεται ὡς τὸ λίσσομαι, ἤτοι ἀπολ., Ὀδ. Η. 145· ἢ μετ’ αἰτ. προσ., Ἰλ. Ι. 581, κτλ.· τὸ δὲ περὶ οὗ ἱκετεύει τις κατὰ γενικήν, γούνων λιτανεύειν Ὀδ. Κ. 481· ἀνθ’ οὗ ἐν Ἰλ. Ω. 357 ὑπάρχει: ἀλλ’ ἄγε, γούνων ἁψάμενοι λιτανεύσομεν (Ἐπικ. ἀντὶ -ωμεν) ὡσαύτως μετ’ ἀπαρεμ., Ψ. 196· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Ἡσ. Θ. 469, Πίνδ., κλ.· ὡσαύτως μετ’ οὐδ. ἐπιθ., πολλὰ λ. τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ν. 5. 57· ― σπάν. παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 7 καὶ παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 26, Πλάτ. Πολ. 388Β· λ. τὸ θεῖον Στράβ. 713· τοὺς θεοὺς εὐχαῖς Διον. Ἁλ. 4. 76.

French (Bailly abrégé)

invoquer par des prières, prier, supplier : τινά qqn ; πολλὰ γούνων λιτανεύειν OD adresser des prières répétées à qqn en tenant ses genoux embrassés.
Étymologie: λίτανος.

English (Autenrieth)

(λιτή), ipf. ἐλλιτάνευε, λιτάνευε, fut. λιτανεύσομεν, aor. ἐλλιτάνευσα: pray, implore, abs., and w. acc., Od. 7.145, Il. 9.581.