Ἰκάριος
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
[ῑκᾰ], α, ον, Icarian,
A πόντος Il.2.145; πέλαγος Hdt.6.96.
Greek (Liddell-Scott)
Ἰκάριος: ῑκᾰ, α, ον, πόντος Ἰκ., τὸ μέρος τοῦ Αἰγαίου πελάγους τὸ μεταξὺ τῶν Κυκλάδων καὶ τῆς Καρίας, ἔνθα ἐλέγετο ὅτι Ἴκαρος ὁ υἱὸς τοῦ Δαιδάλου ἐπνίγη, Ἰλ. Β. 145· Ἰκ. πέλαγος Ἡρόδ. 6. 96 Ἰκάριον μόνον, αὐτόθι 95.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
d’Icare : πόντος Ἰκάριος IL, Ἰκάριος πέλαγος HDT ou abs. τὸ Ἰκάριον HDT la mer d’Icare, partie de la mer Égée entre les Cyclades et la Carie.
Étymologie: Ἴκαρος.
English (Autenrieth)
Icarius, the brother of Tyndareus, and father of Penelope, Od. 1.276, , Od. 4.797.
πόντος: the Icarian Sea, S. W. of Asia Minor, Il. 2.145†.