νύμφα
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
poet. voc. for νύμφη ; but νύμφᾱ, Dor. for νύμφη.
German (Pape)
[Seite 268] ἡ, poet. = νύμφη; bei Hom. nur im voc., νύμφα φίλη, Il. 3, 130 Od. 4, 743, wie Callim. H. Del. 215; sp. D. haben auch den nom. u. acc., νύμφα u. νύμφαν, vgl. Iac. A. P. p. LXIII; Lob. Phryn. 332. – Aber νύμφα ist dor. = νύμφη.
Greek (Liddell-Scott)
νύμφᾰ: ποιητικ. κλητ. τοῦ νύμφη ἀλλὰ νυμφᾶ, Δωρ. ἀντὶ νύμφη.
French (Bailly abrégé)
1seul. au voc.
c. νύμφη.
2dor. p. νύμφη.
English (Slater)
νύμφα
a bride, (married) woman Ἀελίοιό τε νύμφαν, Ῥόδον (O. 7.14) “νῦν δ' εὐρυλείμων πότνιά σοι Λιβύα δέξεται εὐκλέα νύμφαν” Cyrene (P. 9.56) εὐθὺς δ ἀπανάνατο νύμφαν Hippolyta (N. 5.33) ἰὴ ἰὲ βασίλειαν Ὀλυμπίων νύμφαν ἀριστόποσιν Hera Πα. 21. 4, 12, 20, 28.
b pl. Nymphs, water goddesses. θερμὰ Νυμφᾶν λουτρὰ βαστάζεις the warm springs of Himera (O. 12.19)
c frag.] νύμφαν συ [Πα. 13. a. 13.