πλόκαμος
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
ὁ,
A lock or braid of hair, A.Ch.6,187, Hdt.4.34: in pl., locks, curling hair, prop. of women, Il.14.176; of a man, κομᾶν πλόκαμοι Pi.P.4.82; π. Τυφῶ, dithyrambic phrase in Ar. Nu.336; τί πλόκαμοι ῥέξωμεν, ὅτ' οὔρεα τοῖα σιδήρῳ εἴκουσιν; Call. in PSI9.1092.47: in sg. also, collectively, = κόμη, A.Fr.313, etc.; τριχὸς π. Id.Th.564 (lyr.); χαίτας π. E.Ph.309 (lyr.). 2 Βερενίκης π., a constellation, Hsch., cf. Call.l.c.; ἡ τοῦ π. συστροφή Ptol. Tetr.26. II = πλεκτάνη 11, Ael.VH1.1. 2 π. θαυμαστός, = πλέγμα δικτυοειδές, v.l. in Gal.UP9.4. 3 in pl., of wicker baskets, Id.Nat.Fac.1.15.
German (Pape)
[Seite 637] ὁ, 1) geflochtenes Haar, Haarflechte, Locke; gew. im plur., Il. 14, 176; κομᾶν πλόκαμ οι κερθέντες, Pind. P. 4, 82; im sing. bei Her. 4, 34. 7, 1; auch Aesch. Spt. 546 Ch. 7; u. Eur. öfter u. Folgde, bes. Dichter, wie Ap. Rh. 2, 707; Anacr. u. Anth. – 2) geflochtenes, gedrehtes Seil, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πλόκᾰμος: ὁ, (πλέκω) πλεξίδα μαλλίων, Αἰσχύλ. Χο. 7. 187· ἐν τῷ πληθ., οἱ οὖλοι βόστρυχοι, κυρίως ἐπὶ γυναικῶν, Ἰλ. Ξ. 176· κομᾶν πλόκαμοι Πινδ. Π. 4. 145· πλ. Τυρῶ, διθυραμβικὴ φράσις ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 333· ― ἐν τῷ ἑνικῷ ὡσαύτως περιληπτικῶς, = κόμη, Ἡρόδ. 4. 34, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 332, κτλ., τριχὸς πλ. ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 564· χαίτας πλ. Εὐρ. Φοίν. 309. 2) Βερενίκης πλ., ἀστερισμός τις, Ὑγίνου Ἀστρ. 2. 24. ΙΙ. = πλεκτάνη ΙΙΙ, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 boucle de cheveux ; chevelure bouclée;
2 c. πλεκτάνη.
Étymologie: πλέκω.
English (Autenrieth)
(πλέκω): lock of hair, pl., Il. 14.176†.
English (Slater)
πλόκαμος
1lock of hair. οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι κερθέντες ᾤχοντ' ἀγλαοί (P. 4.82) ἀν] δησάμεναι πλοκάμους Πα. 13. a. 16. μελιρρόθων δ' ἕπεται πλόκαμοι (ἐπέων πλόκοι coni. Schr.) fr. 246a.