λιβανωτός
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ὁ, also ἡ Men.Sam.Fr.1:—
A frankincense, the gum of the tree λίβανος, used to burn at sacrifices, Xenoph.1.7, Hdt.1.183, 2.40, 86, Ar.Nu.426, V.96, Ra.871, Thphr.HP4.4.14, etc.; λ. ὑπὲρ αὐτῶν ἐπιτιθέναι Antipho 1.18: called, when in small pieces, χόνδρος λιβανωτοῦ Luc.Sat.16; when pounded, μάννα λιβανωτοῦ Gp.6.6.1; cf. λιβανομάννα: the best kind was λ. ἄρρην Dsc.1.68, Alciphr. 2.4. 2 = λίβανος 1, Thphr.HP9.1.6. II the frankincensemarket, Eup.304, Chamael. ap. Ath.9.374b. III = λιβανωτρίς, Apoc.8.3, 5.
German (Pape)
[Seite 42] ὁ, auch ἡ, vgl. Lob. zu Phryn. p. 187, Weihrauch, das Harz des Baumes λίβανος, das als Räucherwerk beim Opfer gebraucht wurde, Her. 2, 86. 4, 107. 6, 97; λιβανωτὸν δεῦρό τις καὶ πῦρ δότω, ὅπως ἂν εὔξωμαι, Ar. Ran. 871; λιβανωτὸν ἐπιτιθέναι ὑπὲρ ἑαυτῶν, Antiph. 1, 18; Plat. Legg. VIII, 847 b; Theophr. u. A.; – χόνδρος λιβανωτοῦ heißt er, wenn er in kleinen Stücken ist, μάννα λιβανωτοῦ ganz zerrieben. – Auch der Ort, wo Weihrauch verkauft wird, Eupol. bei Poll. 9, 47; vgl. Chamaeleon bei Ath. IX, 374 b. – Im N. T. Rauchfaß.
Greek (Liddell-Scott)
λῐβᾰνωτός: -οῦ, ὁ, καὶ ἡ, Μένανδρος ἐν «Σαμίᾳ» 1 παρὰ Φρυνίχ. 187· ― ἡ ῥητινώδης οὐσία ἡ ἐκρέουσα ἐκ τοῦ δένδρου λιβάνου, «λιβάνι», θυμίαμα ἐν χρήσει πρὸς καῦσιν κατὰ τὰς θυσίας, Ξενοφάν. 1. 7 Bgk., Ἡρόδ. 1. 183., 2. 40, 86, Ἀριστοφ. Νεφ. 426, Σφ. 96, Βάτρ. 871, κτλ.· λ. ἐπιτιθέναι ὑπὲρ αὑτῶν Ἀντιφῶν 113. 24· ― καλεῖται δέ, ὅταν ἀποτελῆται ἐκ μικρῶν τεμαχίων, χόνδρος λιβανωτοῦ, Λατιν. gruma ἢ grana thuris, Λουκ. Κρονοσόλων 16· τετριμμένον δὲ εἰς κόνιν, μάννα λιβανωτοῦ, Λατ. mica thuris, πρβλ. λιβανομάννα, Γεωπ. 6. 6, 1· ― τὸ ἄριστον εἶδος ἦτο ὁ λ. ἄρρην, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου mascula thura, Ἀλκίφρων 2, 4, 16. ΙΙ. ἡ αγορὰ ἔνθα ἐπωλεῖτο λιβανωτός, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 5, πρβλ. Χαμαιλέοντα παρ’ Ἀθην. 374Β. ΙΙΙ. = λιβανωτρίς, Ἀποκάλ. η΄, 3 καὶ 5. (Ἴδε ἐν λ. κιννάμωμον)
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
encens : χόνδρος λιβανωτοῦ LUC pain d’encens.
Étymologie: λίβανος.
English (Slater)
λῐβᾰνωτός
1 frankincense κατὰ χρυσόκερω λιβανωτοῦ (sc. εὔχεσθαι: cf. Σ, Aristid., 2. 91K, ὁ Πίνδαρος διασύρων τινὰ ὡς ἄγαν τρυφῶντα τοῦτο εἶπεν, ἐντεῦθεν δεικνὺς αὐτὸν ὅτι καὶ ἐν ταῖς πρὸς τοὺς θεοὺς εὐχαῖς βλακείᾳ ἐχρῆτο) fr. 329.
English (Slater)
λῐβᾰνωτός
1 frankincense κατὰ χρυσόκερω λιβανωτοῦ (sc. εὔχεσθαι: cf. Σ, Aristid., 2. 91K, ὁ Πίνδαρος διασύρων τινὰ ὡς ἄγαν τρυφῶντα τοῦτο εἶπεν, ἐντεῦθεν δεικνὺς αὐτὸν ὅτι καὶ ἐν ταῖς πρὸς τοὺς θεοὺς εὐχαῖς βλακείᾳ ἐχρῆτο) fr. 329.