συνοικιστήρ

From LSJ
Revision as of 12:38, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοικιστήρ Medium diacritics: συνοικιστήρ Low diacritics: συνοικιστήρ Capitals: ΣΥΝΟΙΚΙΣΤΗΡ
Transliteration A: synoikistḗr Transliteration B: synoikistēr Transliteration C: synoikistir Beta Code: sunoikisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A one who joins in peopling, fellow-colonist, Pi.O.6.6, Fr.186.

Greek (Liddell-Scott)

συνοικιστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ συνοικίζων πόλιν, θεμελιωτὴς πόλεως, Πινδ. Ο. 6. 8, Ἀποσπ. 185· ― συνοικιστής, οῦ, ὁ Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Αἱμονία.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
cofondateur d’une colonie.
Étymologie: συνοικίζω.

English (Slater)

συνοικιστήρ
   1 co-founder εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, βωμῷ τε μαντείῳ ταμίας Διὸς ἐν Πίσᾳ, συνοικιστήρ τε τᾶν κλεινᾶν Συρακοσσᾶν (sc. Ἁγησίας: ὅτι οἱ πρόγονοι αὐτοῦ σὺν Ἀρχίᾳ παρεγένοντο ἐν Συρακούσαις οἱ Ἰαμίδαι. Σ: contra Wil., 307) (O. 6.6)

English (Slater)

συνοικιστήρ
   1 co-founder εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, βωμῷ τε μαντείῳ ταμίας Διὸς ἐν Πίσᾳ, συνοικιστήρ τε τᾶν κλεινᾶν Συρακοσσᾶν (sc. Ἁγησίας: ὅτι οἱ πρόγονοι αὐτοῦ σὺν Ἀρχίᾳ παρεγένοντο ἐν Συρακούσαις οἱ Ἰαμίδαι. Σ: contra Wil., 307) (O. 6.6)