τέρψις

From LSJ
Revision as of 12:39, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέρψις Medium diacritics: τέρψις Low diacritics: τέρψις Capitals: ΤΕΡΨΙΣ
Transliteration A: térpsis Transliteration B: terpsis Transliteration C: terpsis Beta Code: te/ryis

English (LSJ)

εως, ἡ, also ιος Orph.Fr.11: (τέρπω):—

   A enjoyment, delight, τινος from or in a thing, τέρψις ἀοιδῆς Hes.Th.917, cf. Ar.Ra.676 (lyr.); δείπνων τέρψιες Pi.P.9.19, cf. Th.2.38; χλιδανῆς ἥβης τ. A.Pers. 544 (anap.); κυλίκων S.Aj.1201 (lyr.); εἰς τέρψιν τινῶν ἐλθεῖν E.Ph. 195, cf. IT797; βραχεῖα τ. ἡδονῆς κακῆς Id.Fr.362.23: τ. ἐστί μοι, c. inf., it is my pleasure to... ἦν μοι τ. ἐκπεσεῖν χθονός S.OC766, cf. 775: abs., joy, delight, Thgn.787, Pi.O.12.11, B.1.59, A.Ag.611, etc.: pl., αἱ διὰ τῶν αἰσθήσεων τ. Phld.D.3.14: distd. from the more general term ἡδονή by Prodic. ap. Arist.Top.112b23, cf. Pl.Phlb. 11b.

German (Pape)

[Seite 1095] εως, ἡ; eigtl. Sättigung, Befriedigung, πόθου, Eur.; gew. Vergnügung, Ergötzung, τέρψις ἀοιδῆς, Hes. Th. 917; δείπνων τέρψιας, Pind. P. 9, 19; Ol. 12, 11; οὐδ' οἶδα τέρψιν, οὐδ' ἐπίψογον φάτιν ἄλλου πρὸς ἀνδρός, Aesch. Ag. 597; Soph. O. R. 1477 u. öfter, wie Eur.; u. sp. D., τέρψιας ὀρχηθμοῖο, Ep. (IX, 504). – Auch in Prosa: Her. 7, 39; Plat. Crat. 419 c; καὶ ἡδονή, Phil. 11 b; Thuc. 2, 38; Isocr. 1, 16; Sp., wie Pol. 9, 2, 6; vgl. Arist. top. 2, 6.

Greek (Liddell-Scott)

τέρψις: -εως, ἡ, καὶ -ιος Πλάτ. Νόμ. 669D· (τέρπω)· - τὸ τέρπεσθαι, εὐφροσύνη, ἡδονή, τινός, ἔκ τινος ἢ εἴς τι, τέρψις ἀοιδῆς Ἡσ. Θ. 917· δείπνων τέρψιες Πινδ. Π. 9. 35· χλιδανῆς ἥβης τ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 544· κυλίκων Σοφ. Αἴ. 1201· εἰς τέρψιν τινὸς ἐλθεῖν Εὐρ. Φοίν. 195, πρβλ. Ι. Τ. 797. Κύκλ. 522· βραχεῖα τ. ἡδονῆς κακῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 364. 23· - τ. ἐστί μοι, μετ’ ἀπαρ. εἶναι τέρψις μου νά…, ὅτ’ ἦν μοι τέρψις ἐκπεσεῖν χθονὸς Σοφ. Ο. Κ. 766, πρβλ. 755 - ἀπολ., χαρά, εὐφροσύνη, Θέογν. 787Β, Πινδ. Ο. 12. 15. Αἰσχύλ. Ἀγ. 611, κλπ.· διαστέλνεται δὲ ἀπὸ τοῦ γενικωτέρου ἡδονὴ ὑπὸ τοῦ Προδίκου ἐν Ἀριστ. Τοπ. 2. 6, 6, πρβλ. Θουκ. 2. 38, Πλάτ. Φίληβ. 11Β.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 rassasiement, plénitude : τινος satisfaction d’un désir;
2 jouissance, charme, plaisir délicieux ; avec un gén., plaisir que procure qch ; τέρψις ἐστί μοι avec l’inf. : c’est un plaisir délicieux pour moi de.
Étymologie: τέρπω.

English (Slater)

τέρψις
  nbsp; 1 delight πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν, ἔμπαλιν μὲν τέρψιος (O. 12.11) ἐφίλησεν οὔτε δείπνων μεθ' ἑταιρᾶν τέρψιας (P. 9.19) μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν (N. 8.43) μήδ' ἀμαύρου τέρψιν ἐν βίῳ fr. 126. 1.

English (Slater)

τέρψις
  nbsp; 1 delight πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν, ἔμπαλιν μὲν τέρψιος (O. 12.11) ἐφίλησεν οὔτε δείπνων μεθ' ἑταιρᾶν τέρψιας (P. 9.19) μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν (N. 8.43) μήδ' ἀμαύρου τέρψιν ἐν βίῳ fr. 126. 1.