φλαῦρος

From LSJ
Revision as of 12:39, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλαῦρος Medium diacritics: φλαῦρος Low diacritics: φλαύρος Capitals: ΦΛΑΥΡΟΣ
Transliteration A: phlaûros Transliteration B: phlauros Transliteration C: flayros Beta Code: flau=ros

English (LSJ)

α, ον,

   A = φαῦλος (EM128.57), first in Sol.13.15, Pi.P.1.87, prevailing in Ion. Prose, and freq. in Att. (v. infr. 1.2 and 111):    I mostly of things, petty, paltry, trivial, Sol., Pi. ll. cc.; ἀποσκήψαντος τοῦ ἐνυπνίου ἐς φλαῦρον having come to a trivial ending, Hdt.1.120.    2 indifferent, bad, χώρην τῆς νῦν ἐκτήμεθα οὐκ ἐλάσσονα οὐδὲ φλαυροτέρην Id.7.8.ά; φ. σημεῖον Hp.Aph.6.52; εἴ τι φ. εἶδες A.Pers.217 (troch.); opp. ἀγαθός, Pl.Men.92c; opp. καλός, Democr. 63; φλαῦρ' ἔπη μυθούμενος S.Aj.1162; κλύειν φλαῦρα ib.1323; φλαῦρον ἐργάσασθαί τινα to do one a mischief, Ar.Nu.1157; φλαῦρον εἰπεῖν τινας speak disparagingly of them, ib.834, cf. Lys.1045 (lyr.); περί τινος Antipho 5.30, Isoc.5.76; τῆς δόξης ταύτης φ. τι καταγιγνώσκειν Id.15.297; φ. τι ἀπολαῦσαί Id.8.81; γέροντα δ' ὀρθοῦν φλαῦρὸν ὃς νέος πέσῃ it is a poor thing, S.OC395.    II less freq. of persons, οὐ φλαυροτάτους . . τιμωρούς not the least distinguished... Hdt. 7.171; τῆς στρατιῆς τὸ -ότατον the least serviceable part, Id.1.207; οἰκίης οὐ -οτέρης not meaner, Id.1.99.    2 shabby, plain, of personal appearance, τὸ εἶδος φ. Id.6.61.    3 bad, opp. χρηστός, E.Med.1103 (anap.).    III Adv., -ρως ἔχειν to be ill, Hp.Mul.1.26, Hdt.3.129, 6.135, Pl.Sph.228b; φ. ἔχειν τινός to be ill off for a thing, Th.1.126; φ. ἔχειν τὴν τέχνην have a slight knowledge of . . Hdt.3.130; φ. πρῆξαι τῷ στόλῳ to fare badly with . . Id.6.94; φ. ἀκούειν to be ill spoken of, Id.7.10.ή; φ. λέγειν ὑπέρ τινος Ael.VH8.17; φ. ἰέναι, of the καταμήνια, Hp.Steril.241.

German (Pape)

[Seite 1290] eigtl. att. statt φαῦλος, aber auch bei Her. die vorherrschende Form, s. Schweigh. zu 1, 120; auch bei Pind. P. 1, 87; – schlecht, gering, nichtsnutzig, garstig u. s. w.; εἴ τι φλαῦρον εἶδες Aesch. Pers. 213; Soph. Ai. 1302; φλαῦρ' ἔπη μυθούμενος 1141; Ggstz χρηστός Eur. Med. 1103; φλαῦρον οὐδὲν δρᾶν Ar. Lys. 1041; auch φλαῦρον εἰπεῖν τινα, Nubb. 824 Lys. 1044; Ggstz ἀγαθός Plat. Men. 92 c; Polit. 273 c u. öfter, wie Folgde; οὐδὲν ἂν φλαῦρον εἴποιμι Dem. 24, 127, vgl. 158, u. sonst. – Adv.; φλαύρως ἔχειν, sich schlecht befinden, Her. 3, 129. 6, 135; φλαύρως ἔχειν τὴν τέχνην, in Beziehung auf die Kunst, d. h. die Kunst schlecht verstehen, 3, 130; φλαύρως πρῆξαι τῷ στόλῳ, mit der Flotte Unglück haben, 6, 94; φλαύρως ἀκούειν, wie male audire, in schlechtem Rufe stehen od. gescholten werden, 7, 10, 7; τῶν φλαύρως ἐχόντων Plat. Soph. 228 b.

Greek (Liddell-Scott)

φλαῦρος: -α, -ον, ἰσοδύναμον τῷ φαῦλος (Ἐτυμολ. Μέγ. 128. 57), πρῶτον παρὰ Σόλωνι 12 (4), 15, Πινδ. Π. 1. 170, ἐπικρατεῖ δὲ ἀνεξαιρέτως παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζολόγοις καὶ οὐχὶ σπανίως ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς. Ι. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ πραγμάτων, μηδαμινός, «πρόστυχος», ἀνάξιος λόγου, Σόλων καὶ Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· χώρην... οὐκ ἐλάσσονα οὐδὲ φλαυροτέρην Ἡρόδ. 7. 8· τοῦ ἐνυπνίου ἀποσκήψαντος ἐς φλαῦρον, ἴδε ἐν λ. ἀποσκήπτω. 2) μηδαμινός, ἄθλιος, ἀδιάφορος, κακός, φλ. σημεῖον Ἱππ. Ἀφ. 1258, εἴ τι φλαῦρον εἶδος Αἰσχύλ. Πέρσ. 217, πρβλ. Πλάτ. Μένωνα 92C· φλαῦρ’ ἔπη μυθούμενος Σοφοκλ. Αἴ. 1162· φλαῦρα κλύειν αὐτόθι 1323· φλαῦρον ἐργάζεσθαί τινα, male dicere de aliquo, κακολογεῖν τινα, αὐτόθι 834, Λυσί. 1043· περί τινος Ἀντιφῶν 133. 5, Ἰσοκρ. 97C· φλ. τι καταγιγνώσκειν τινὸς Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 317· φλ. ἀπολαύειν τινὸς ὁ αὐτ. 175Β· φλ. τι ἔχειν ἐν ἑαυτῷ Πλάτ. Μένων 92C. 3) ἄχρηστος, ἀνωφελής, γέροντα δ’ ὀρθοῦν φλαῦρον [ἐστι] Σοφ. Ο. Κ. 395. ΙΙ. σπανιώτερον ἐπὶ προσώπων, οὐ φλαυροτάτους... τιμωρούς, οὐχὶ ποταπωτάτους ἢ ἀσθενεστάτους ἐκδικητάς, Ἡρόδ. 7. 171· τῆς στρατιῆς τὸ φλαυρότατον, τὸ ἥκιστα μάχιμον μέρος, ὁ αὐτ. 1. 207· οἰκίης οὐ φλαυροτέρης, οὐχὶ κατωτέρας ἀξίας ἢ βαθμοῦ, ὁ αὐτ. 1. 99. 2) πενιχρός, εὐτελής ἐπὶ ἐξωτερικῆς ὄψεως, ὁ αὐτ. 6. 61. 3) κακός, φαῦλος, ἀντίθετον τῷ χρηστός, Εὐρ. Μήδ. 1103. ΙΙΙ. Ἐπίρ. φλαύρως ἔχω, δὲν εἶμαι καλά, πάσχω, Ἡρόδ. 3. 129., 6. 135, Πλάτ. Σοφιστ. 228Β· φλ. ἔχω τινός, δὲν εἶμαι ἐν καλῇ καταστάσει ὡς πρός τι πρᾶγμα, Θουκ. 1. 126· ἀλλὰ φλαύρως ἔχω τὴν τέχνην, γνωρίζω κακῶς τὴν τέχνην, Ἡρόδ. 3. 130· φλ. πρῆξαι τῷ στόλῳ, ἀποτυχεῖν διὰ τοῦ στόλου, ὁ αὐτ. 6. 94· φλ. ἀκούω, ὡς τὸ Λατ. male audire, κακολογοῦμαι, ἔχω κακὴν φήμην Πολυδ. Ζ΄, 10, 7· φλ. λέγειν ὑπέρ τινος, Αἰλιαν. Ποικ. Ἱστ. 8. 17· φλ. ἰέναι, ἐπὶ τῶν καταμηνίων, Ἱππ. 686. 23.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
mauvais, vain, frivole, chétif, sans valeur, d’où
1 insignifiant;
2 vilain, laid;
3 désagréable à entendre ; abs. φλαῦρα paroles désagréables à entendre, propos de mauvais augure ; subst. τὸ φλαῦρον partie faible ou insuffisante d’une chose, insuffisance, inutilité.
Étymologie: cf. φαῦλος.

English (Slater)

φλαῡρος
   1 trivial εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν (P. 1.87)

English (Slater)

φλαῡρος
   1 trivial εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν (P. 1.87)