σιωπάω

From LSJ
Revision as of 13:06, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐωπάω Medium diacritics: σιωπάω Low diacritics: σιωπάω Capitals: ΣΙΩΠΑΩ
Transliteration A: siōpáō Transliteration B: siōpaō Transliteration C: siopao Beta Code: siwpa/w

English (LSJ)

inf.

   A σιωπᾶν Il.2.280: fut. -ήσομαι in early writers, S.OT233, Ar.Pax309, Av.225, Lys.364, Pl.Phdr.234a, etc.; later -ήσω Aeschin.Ep.10.1, D.H.11.6, Plu.2.240e, etc. (cf. σιγάω): aor. (ἐ) σιώπησα Il.23.568, etc.: pf. σεσιώπηκα Ar.V.944, D.6.34:—Med. and Pass., v. infr.: Dor. σωπάω (q.v.):—keep silence, σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει Il.2.280, cf. 23.568, Od.17.513, Hdt.7.10, etc.; Σιμωνίδης τὴν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει Plu.2.346f; φησὶν σιωπῶν his silence is an admission, E.Or.1592, cf. IA1245; πονηρῶν ἔργων δόξει κοινωνεῖν τῷ σιωπῆσαι D.19.33; σ. τινί keep silence for or at the behest of . ., Ar.Ra.1134, Lys.530; σ. πρός τινα Pl.Phdr. 234a; πρὸς τοῦτο X.Cyr.5.5.20; ὑπέρ τινος E.Fr.796; imper. σιώπα hush! be still! S.Fr.81, Ar.Lys.529, etc.    2 of bees, to be still, opp. βομβέω, Arist.HA627a24.    II trans., keep secret, speak not of, τὰ δίκαια E.Fr.1037, cf. Ar.Th.27, X.Smp.6.10, etc.; σ. ὅτι . . PMasp.295.21 (v A.D.):—Pass., ἂν σιωπηθῇ τὰ παρὰ τῶν πολεμίων D.Prooem.21, cf. Isoc.1.22, etc.; τί σιγῶσ' ὧν σιωπᾶσθαι χρεών; E. Ion432; σιωπώμενον καὶ ἀβασάνιστον ἐᾶσαι Antipho 1.13; οὐ τὸ αἰσχρὸν σιωπηθήσεται Aeschin.3.155; ταῦτα σιωπᾶσθαι συνέφερεν D. 19.42; ἡ σιωπωμένη ἀλήθεια D.H.1.76.    III Med., silence, σιωπησάμενος τὰ πλήθη Plb.18.46.4.

German (Pape)

[Seite 887] fut. σιωπήσομαι, Soph. O. R. 233 u. Ar. Pax 309, Luc. Prom. 13, σιωπήσω, Plut. Phoc. 21, – schweigen, still sein, Gegensatz des Sprechens (vgl. σιγάω); σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει, Il. 2, 280. 23, 568; Soph. u. A.; τινί, gegen Jem. Stillschweigen beobachten, Ar. Ran. 1134; Her. 7, 10; οἵτινες αἰσχυνόμενοι πρὸς ἅπαντας σιωπήσονται, Plat. Phaedr. 234 a; Folgde; σιωπῶ μὲν λαβών, βοῶ δ' ἀναλώσας, Dem. 18, 82; ἐρῶ καὶ οὐ σιωπήσομαι, 45, 83. – Trans., verschweigen, daher σεσιωπαμένον, Pind. (s. σωπάω); Eur. vrbdt καὶ τί σιγῶσ' ὧν σιωπᾶσθαι χρεών, Ion 432; ἂν σιωπηθῇ τὰ παρὰ τῶν πολεμίων, Dem. prooem. 21; Isocr. 1, 22. – Med. stillschweigen heißen, beschwichtigen, σιωπήσασθαι τὰ πλήθη, Pol. 18, 29, 4.

Greek (Liddell-Scott)

σιωπάω: ἀπαρ. σιωπᾶν (συνῃρ) Ἰλ. Β. 280· μέλλ. -ήσομαι παρὰ τοῖς δοκίμοις, οἷον Σοφ. Ο. Τ. 233, Ἀριστοφ. Εἰρ. 309, Ὄρν. 225, Λυσ. 364, Πλάτ., κλπ.· μεταγεν. -ήσω Διον. Ἁλ. 11. 6, Πλούτ., κλπ. (ἴδε σιγάω)· - ἀόρ. ἐσιώπησα Ὅμηρ., Ἀττ.· - πρκμ. σεσιώπηκα Ἀριστοφ. Σφ. 944, Δημ. 74. 2. - Μέσ. καὶ Παθ., ἴδε κατωτ.· - ὡσαύτως ἀπαντᾷ Δωρ. τύπος σωπάω, ἴδε ἐν λέξ. Εἶμαι σιωπηλός, ἥσυχος, σιωπῶ, σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει Ἰλ. Β. 280, πρβλ. Ψ. 568, Ὀδ. Ρ. 513 (ἔνθα δύναται νὰ ληφθῇ ὡς μεταβ.)· ἀκολούθως παρ’ Ἡρόδ. 7. 10 ἐν ἀρχ., καὶ Ἀττ.· Σιμωνίδης τὴν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει Πλούτ. 2. 346F· φησὶν σιωπῶν, δηλ. ἡ σιωπή του σημαίνει συναίνεσιν, Εὐρ. Ὀρ. 1592, πρβλ. Ι. Α. 1245· πονηρῶν ἔργων δόξει κοινωνεῖν τῷ σιωπῆσαι Δημ. 351. 17· σ. τινι, τηρῶ σιγὴν πρός τινα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1134, Λυσ. 530· σ. πρός τινα Πλάτ. Φαῖδρ. 234Α· πρός τι Ξεν. Κύρ. 5. 5, 20· ὑπέρ τινος Τραγικ. παρὰ Πλουτ. 2. 1108Β· περί τινος Ἰσοκρ. 218Α· - ὡσαύτως ὡς τὸ σιγάω, ἐν τῇ προστ. σιώπα, σιωπή! ἥσυχα! Σοφ. Ἀποσπ. 102, Ἀριστοφ. Λυσ. 530, κτλ. 2) ἐπὶ μελισσῶν, ἡσυχάζω, ἀντίθετον τῷ βομβέω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 53. ΙΙ. μεταβ., φυλάττω σιωπὴν περί τινος, τηρῶ τι μυστικόν, δὲν λέγω τι, Εὐρ. Ἀποσπ. 1024, Ἀριστοφ. Θεσμ. 27, Ξεν. Συμπ. 6, 10, κτλ.· - Παθητ., τηρεῖταί τι μυστικόν, ἂν σιωπηθῇ τὰ παρὰ τῶν πολεμίων Ἰσοκρ. 6Ε, κτλ.· τί σιγῶσ’ ὦν σιωπᾶσθαι χρεών ; Εὐρ. Ἴων 432· σιωπώμενον καὶ ἀβασάνιστον ἐᾶν Ἀντιφῶν 112, ἐν τέλ.· οὐ τὸ αἰσχρὸν σιωπήσεται Αἰσχίν. 75. 37· ταῦτα σιωπᾶσθαι συνέφερεν Δημ. 354. 20· ἡ σεσιωπημένη ἀλήθεια Διον. Ἁλ. 1. 76. - Περὶ τῆς σχέσεως αὐτοῦ πρὸς τὸ σιγάω, ἴδε ἐν λέξ. σιγάω. ΙΙΙ. Μέσ., κάμνω τινὰ σιωπηλόν, ἐπιβάλλω σιγὴν εἴς τινα, τὰ πλήθη σιωπησάμενος Πολύβ. 18. 29, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἐσιώπων, f. σιωπήσομαι, postér. σιωπήσω, ao. ἐσιώπησα, pf. σεσιώπηκα;
Pass. f. σιωπηθήσομαι, ao. ἐσιωπήθην, pf. σεσιώπημαι;
1 intr. garder le silence, se taire;
2 tr. taire, passer sous silence, acc. ; Pass. être tu, être passé sous silence, être gardé secret.
Étymologie: σιωπή.

English (Autenrieth)

inf. σιωπᾶν, aor. opt. σιωπήσειαν, inf. σιωπῆσαι: keep silence, Od. 17.513 and Il. 23.568.