συγγενής

From LSJ
Revision as of 13:07, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγενής Medium diacritics: συγγενής Low diacritics: συγγενής Capitals: ΣΥΓΓΕΝΗΣ
Transliteration A: syngenḗs Transliteration B: syngenēs Transliteration C: syggenis Beta Code: suggenh/s

English (LSJ)

ές,

   A congenital, inborn, ἦθος Pi.O.13.13; εὐδοξία Id.N.3.40; σ. εἶδος,= φύσις, character, Hp.Hum.1; νόσημα σ. ἐστί τινι Id.Prorrh.2.2; φόβος A.Eu.691; παύροις . . ἐστι συγγενὲς τόδε natural to them, Id.Ag.832; ἡ τύχη προσγίγνεθ' ἡμῖν σ. τῷ σώματι Philem.10; πότμος σ. Pi.N.5.40; προϊδεῖν σ. οἷς ἕπεται who have the natural gift to foresee, ib.1.28; συγγενεῖς μῆνες my connate months, the months of my natural life, S.OT1082; σ. τρίχες the hair born with one, i.e. the hair of the head as opp. to the beard, Arist.HA518a18, 584a24; σημεῖα σ. birth-marks, ib.585b31; δυνάμεις αἱ σ., opp. αἱ ἔθει and αἱ μαθήσει, Id.Metaph.1047b31; αὔξει τὸ σ. increases its natural force, Id.EN1119b9. Adv., -νῶς δύστηνος miserable from his birth, E.HF1293; v. σύμφυτος.    II of the same kin, descent, or family, akin to, τινι Hdt.1.109, 3.2, E.Heracl.229: abs., akin, cognate, θεός A.Pr.14; γυνή E.Andr.887; χείρ S.OC1387; συγγενέστατον φύσει πάντων most nearly akin, Is.11.17; σ. γάμος ἀνεψιῶν A.Pr.855; of animals, Arist.HA539a23, GA747a31, al.: hence,    b Subst., kinsman, relative, οὖσα σ. ἐκείνου Ar.Pax618 (troch.); τῆς ἐμῆς γυναικὸς ξυγγενεῖ (dual) Id.Av.368 (troch.); πρὸς σ. τε καὶ οἰκείους αὐτῶν Pl.R.378c; ἔργον εὑρεῖν συγγενῆ πένητός ἐστιν Men.4; γάμει τὴν συγγενῆ Id.929: freq. in pl., οἱ σ. kinsfolk, kinsmen, Pi.P.4.133, Hdt.2.91, etc.; not properly applied to children (ἔκγονοι) in relation to their parents, and so opp. ἔκγονοι in Is.8.30, v. συγγένεια 1 (but cf. And.1.17); τοῖς συγγενέσι τὰ τοῦ συγγενοῦς ψηφίζεσθαι Is.4.23.    c τὸ σ.,= συγγένεια, kindred, relationship, A.Pr.291 (anap.), S.El.1469, Th.3.82, etc.; also, the spirit of one's race, Pi.P.10.12, N.6.8; εἰ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι σ. if he had any connexion with him, S.OT814; of tribes, κατὰ τὸ ξ. Th.1.95.    2 metaph., akin, cognate, of like kind, τοὺς τρόπους οὐ συγγενής Ar.Eq.1280 (troch.), cf. Th.574; ξυγγενὴς ὁ κύσθος αὐτῆς θητέρᾳ (for τῷ τῆς ἑτέρας) Id.Ach.789; freq. in Pl., [ἡ ψυχὴ] σ. οὖσα τῷ θείῳ R.611e; τῇ πολεμικῇ σ. ἡ πάλη Lg.814d; τοῖς . . λόγοις τὴν αἰτίαν συγγενῆ δεῖ νομίζειν Arist.GA788b9, cf. Rh.1398a21 (Comp.): rarely c. gen., νοῦς αἰτίας σ. Pl.Phlb.31a, cf. Phd.79d, R.403a, 487a: abs., σ. τιμωρίαι fitting, proper punishments, Lycurg.122 (but prob. f.l. for εὐγ-) ; συγγενῆ things of the same kind, homogeneous, Arist. APo.76a1; τὰ σ. καὶ τὰ ὁμοειδῆ Id.Rh.1405a35; σ. τέχναι Stoic.2.30; ἐν γαίῃ μὲν σῶμα τὸ σ. its congener, IG9(1).882.7 (Corc<*>ra). Adv., συγγενῶς ἔρχεσθαι Pl.Lg.897c; σ. τρέχων Πλάτωνι Alex.1 (codd. D.L.); τὰ σ. εἰρημένα to similar effect, Phld.Mus. p.92K.    III συγγενής represented a title bestowed at the Persian court by the king as a mark of honour, 'cousin', X.Cyr.1.4.27, 2.2.31, D.S.16.50; also at the Ptolemaic and Seleucid courts, OGI104.2 (Delos, ii B.C.), al., BGU1741.12 (i B.C.), LXX 1 Ma.10.89; οἱ σ. τῶν κατοίκων ἱππέων prob. a category of nobles among the κάτοικοι, PTeb.61 (b). 79 (ii B.C.); συγγενεῖς κάτοικοι UPZ14.8 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 961] ές, mitgeboren, angeboren, ὀφθαλμός, Pind. P. 5, 16; πότμος, N. 5, 40 I. 1, 40, ἦθος, Ol. 13, 13; τὸ συγγενές, N. 6, 8 P. 10, 12, παυροῖς γὰρ ἀνδρῶν ἐστι συγγενὲς τόδε, Aesch. Ag. 806; Eum. 661. – Gew. verwandt von demselben Geschlechte; συγγενέσιν παρεκοινᾶτο, Pind. P. 4, 133; Aesch. Ch. 197; φεύγουσα συγγενῆ γάμον άνεψιῶν, Prom. 857; Soph. O. R. 551. 1159; öfter het Eur., bei Thuc. u. sonst in Prosa; τσ συγγενές, die Verwandtschaft, Aesch. Prom. 39. 289, wie Soph. El. 1461 u. Eur. Heracl. 6; auch adv. συγγενῶς, Herc. Eur. 1293; übertr., ähnlich, ἔστιν οὖν ἀδελφὸς αὐτῷ το ὺς τρόπους οὐ συγγενής, Ar. Equ. 1277; u. mit der bei ὅμοιος bemerkten Kürze, ὡς ξυγγενὴς ὁ κύσθ ος αὐτῆς θατέρᾳ für τῷ τῆς ἑτέρας κ ύσθῳ, Ach. 754; τούτῳ συγγενέστερον καὶ ὁμοιότερον, Plat. Phil. 22 d; Phaed. 79 b; Folgde. – Am persischen, ewse war συγγενής ein Ehrentitel, den der König anagezeichneten Mäinern ertheilte, Xen. Cyl. 1, 4, 27.

Greek (Liddell-Scott)

συγγενής: -ές, (γενέσθαι) ὁ ὁμοῦ γεγεννημένος, συμπεφυκώς, συνυπάρχων ἐκ γενετῆς μετά τινος, φυσικός, ἔμφυτος, σύμφυτος, ἦθος Πινδ. Ο. 13. 16· εὐδοξία Ν. 3. 69· νόσημα σ. ἐστί τινι Ἱππ. Προρρ. 83· φόβος Αἰσχύλ. Εὐμ. 691 παύροις. ἐστι συγγενὲς τόδε, ἔμφυτον, φυσικὸν εἰς αὐτούς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 832· ἡ τύχη προσγίγνεθ’ ἡμῖν σ. τῷ σώματι Φιλήμων ἐν «Ἀποκαρτεροῦντι» 1· ἐσσόμενον προϊδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται Πινδ. Ν. 1. 41· συγγενεῖς μῆνες, οἱ ὁμογέννητοι μῆνες τοῦ φυσικοῦ μου βίου, Σοφ. Ο. Τ. 1082· σ. τρίχες, ἡ κόμη ἣν γεννᾶταί τις ἔχων, δηλ. αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν γενειάδα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 7., 7. 4, 7· σημεῖα σ. τὰ σημεῖα ἃ γεννᾶταί τις ἔχων, αὐτόθι 7. 6, 5· δυνάμεις αἱ σ., ἀντίθ. τῷ αἱ ἔθει καὶ αἱ μαθήσει, ὁ αὐτ. μετὰ τὰ Φυσ. 5. 5, 1· τὸ συγγενὲς αὔξει, αὐξάνει τὴν φυσικήν του δύναμιν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικομ. 3. 12, 7· - οὕτω ἐν τῷ ἐπιρρ., συγγενῶς δύστηνος, ἐκ γενετῆς μου δυστυχής, ἄθλιος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1293 ἴδε ἐν λ. σύμφυτος. ΙΙ. ὁ τῆς αὐτῆς καταγωγῆς ἢ οἰκογενείας, συγγενής, τινι Ἡρόδ. 1. 109., 3. 2, Ἀττ.· - ἀπολ. συγγενής, ἐσχετισμένος διὰ συγγενείας, 4. 236· θεὸς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 14· γυνὴ Εὐρ. Ἀνδρ. 887· χεὶρ Σοφ. Ο. Κ. 1387 συγγενέστατος, πλησιέστατος συγγενής, Ἰσαῖ 85. 25 σ. γάμος, γάμος μετὰ συγγενοῦς, Αἰσχύλ. Πρ. 885· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 1, 6, π. Ζ. Γεν. 2. 8. 2, κ. ἀλλ.· - ἐντεῦθεν β) ὡς οὐσιαστ. συγγενής, οὖσα σ. ἐκείνου Ἀριστοφάν. Εἰρήν. 618· τῆς ἐμῆς γυναικὸς ὄντε ξυγγενῆ καὶ φυλέτα (δυϊκ., πρβλ. περικαλλῆ ἐν Θεσμ. 282) ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 368· φίλος καὶ ξ. τινος Πλάτ. 487Α, πρβλ. 378C· ἔργον εὑρεῖν συγγενῆ πένητός ἐστιν Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 7· γάμει τὴν συγγενῆ ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 224· συχν. ἐν τῷ πληθ. οἱ συγγενεῖς, οἱ ἀνήκοντες εἰς τὴν αὐτὴ οἰκογένεια, Πινδ. Π. 4. 236, Ἡρόδ. 2. 91, κ. ἀλλαχ.· καταχρηστικῶς λέγεται ἐπὶ τῶν τέκνων (ἔκγονοι) ἐν σχέσει πρὸς τοὺς γονεῖς αὐτῶν, Ἰσαῖ. 72. 12, ἴδε ἐν λέξει συγγένεια Ι, ἀλλ’ ὅμως πρβλ. Ἀνδοκ. 3. 31· παροιμ., τοῖς συγγενέσι τὰ τῶν συγγενῶν ὁ αὐτ. 48. 40. γ) τὸ συγγενές, = συγγένεια, συγγενικὴ σχέσις, Αἰσχύλ. Προμ. 289, Σοφ. Ἠλ. 1469, Θουκ. 3. 82, κτλ.· τὸ πνεῦμα τῆς γενεᾶς τινος, Πιν. Π. 10. 20, Ν. 6. 15· εἰ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι σ., ἂν ἔχῃ συγγένειάν τινα πρὸς αὐτόν, Σοφ. Ο. Τ. 814· ἐπὶ φυλῶν, κατὰ τὸ ξ. Θουκ. 1. 95. 2) μεταφορ., συγγενής, ὁμοειδής, ὅμοιος, τοὺς τρόπους οὐ συγγενὴς Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1280, πρβλ. Θεσμ. 574· συγγενὴς ὁ κύθος αὐτῆς θἀτέρᾳ (ἀντὶ τῷ τῆς ἑτέρας) ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 789, πρβλ. ὅμοιος Β. 2· συχν. παρὰ Πλάτ., ἡ ψυχὴ σ. οὖσα τῷ σώματι Πολ. 611. 8· τῇ πολεμικῇ σ. ἡ πάλη Νόμ. 814D· τοῖς ... λόγοις τὴν αἰτίαν συγγενῆ δεῖ νομίζειν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 8, 1, πρβλ. Ρητ. 2. 23, 8· - σπανίως μετὰ γεν., νοῦς αἰτίας ξ. Πλάτ. Φίληβ. 31Α, πρβλ. Φαίδωνα 79D, Πολ. 403Α· ἀπολ., σ. τιμωρία, ἁρμόζουσα, προσήκουσα τιμωρία, Λυκοῦργ. 165. 10· συγγενῆ, πράγματα τοῦ αὐτοῦ γένους ἢ εἴδους, ὁμογενῆ, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕμν. 1. 9, 1· τὰ σ. καὶ τὰ ὁμοειδῆ ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 2, 12· ἐν γαίῃ μὲν σῶμα τὸ συγγενές, τὸ ὁμογενές, ὁμοειδές, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 261. 7. - Ἐπίρρ., ξυγγενῶς ἔρχεσθαι Πλάτ. Νόμ. 897C· ξ. τρέχων Πλάτωνι Ἄλεξις ἐν «Ἀγκυλίωνι» 1. ΙΙΙ. ἐν τῇ Περσικῇ αὐλῆ, συγγενής, ἦτο προσωνυμία ἣν ὁ βασιλεὺς ἀπένεμεν ὡς σημεῖον τιμῆς (οἷον τὸ παρ’ Ἄγγλοις Cousin, παρὰ Γερμ. Vetter, ἴδε ὅμοιος ΙΙ), Schneid. εἰς Ξεν. Κύρ. 1. 4, 27, αὐτόθι 2. 2, 31, Διόδ. 16. 50· συχν. ἐν ἐπιγραφαῖς, π. χ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2285, 2622 κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
I. né avec :
1 qui vient de naissance, inné, naturel ; συγγενεῖς μῆνες SOPH les mois nés avec moi, càd avec lesquels a commencé ma vie;
2 de même origine, de même famille, parent : συγγενής τινι, τινος parent de qqn ; ὁ, ἡ συγγενής parent, parente ; οἱ συγγενεῖς les parents, mais non en parl. des enfants à l’égard du père et de la mère ; τὸ συγγενές la parenté ; p. anal. en parl. de peuples, de tribus τὸ ξυγγενές THC la parenté (entre populations de même origine) ; qui concerne des parents, de parent : συγγενὴς χείρ SOPH main d’un parent ; συγγενὴς γάμος ESCHL mariage entre parents ; p. ext., à la cour du roi de Perse parent (titre d’honneur conféré par le roi);
II. qui a de l’affinité avec, semblable, analogue.
Étymologie: σύν, γένος.