ἁνίκα

From LSJ
Revision as of 13:56, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁνίκα Medium diacritics: ἁνίκα Low diacritics: ανίκα Capitals: ΑΝΙΚΑ
Transliteration A: haníka Transliteration B: hanika Transliteration C: anika Beta Code: a(ni/ka

English (LSJ)

[ῐ], Dor. for ἡνίκα.

German (Pape)

[Seite 237] dor. = ἡνίκα.

Greek (Liddell-Scott)

ἁνίκα: [ῐ], Δωρ. ἀντὶ ἡνίκα.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἡνίκα.

English (Slater)

ᾱνῐκα c. ind.,
   1 at that time when βρέχε θεῶν βασιλεὺς χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν, ἁνίχ' Ἀθαναία κορυφὰν κατ ἄκραν ἀνορούσαισ ἀλάλαξεν (O. 7.35) σκύταλον τίναξε χερσίν, ἁνίκ' ἤρειδε Ποσειδάν (O. 9.31) τλάμονι ψυχᾷ παρέμειν, ἁνίχ' εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν (P. 1.48) “ἁνίκ' ἐπέτοσσε” (P. 4.24) ἦρα χαλκοκρότου πάρεδρον Δαμάτερος ἁνίκ' εὐρυχαίταν ἄντειλας Διόνυσον; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας) (I. 7.4) ἁ]νίκα Δαρδανίδαις Ἑκάβ[ Πα. 8A. 17. λέγοντι Ζῆνα φυλάξαι προνοίᾳ, ἁνίκ' ἀγανόφρων Κοίου θυγάτηρ λύετο τερπνᾶς ὠδῖνος (Pae. 12.12) ]τε καὶ ἁνίκα ναυλοχοι[ ]ήλασαν ἐννύχιον κρυφα[ (Pae. 18.9) ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον, ἁνίκ ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι στηθέων ἔξω sc. after dinner at wine fr. 124. 5.