ἄτερθε

From LSJ
Revision as of 13:56, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτερθε Medium diacritics: ἄτερθε Low diacritics: άτερθε Capitals: ΑΤΕΡΘΕ
Transliteration A: áterthe Transliteration B: aterthe Transliteration C: aterthe Beta Code: a)/terqe

English (LSJ)

[ᾰ], before a vowel ἀτέραμν-θεν, Aeol. ἄτερθα Hdn.Gr.2.192,

   A = ἄτερ, Pi.O.9.78, etc.: c.gen., ἄ. πτερύγων A.Supp.783 (lyr.); λατρῶν ἄ. ib.1011; ἄ. τοῦδε S.Aj.645 (lyr.).    II as Adv., aloof, apart, Pi.P.5.96.

German (Pape)

[Seite 385] vor Vokalen ἄτερθεν, = ἄτερ, poet., τινός Pind. Ol. 9, 84; Tragg., z. B. Aesch. Suppl. 764 Soph. Ai. 630; Sp.

French (Bailly abrégé)

dev. une voy. ἄτερθεν;
prép. avec le gén. : à part de, à l’exclusion de ; sans.
Étymologie: ἄτερ, -θε.

English (Slater)

ᾰτερθε, ἄτερθεν
   a prep. c. gen., apart from παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι δαμασιμβρότου αἰχμᾶς (O. 9.78) ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων ἀλόχων τε (Pae. 8.77)
   b adv., apart, separately ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί (διακεχωρισμένος τῶν ἄλλων βασι- λέων ἐν τῇ Κυρήνῃ πρὸς τὰ τελευταῖα τῆς ἀγορᾶς κεῖται τεθνηκὼς ὁ Βάττος. Σ.) (P. 5.96)
   c frag. ]ει τις ἄτερθεν[ Πα. 13b. 13. ἄτερθ[εν P. Oxy. 2622, fr. 117 ad ?fr. 346.