ἔλαιον

From LSJ
Revision as of 13:58, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Λόγοις δ' ἐγὼ φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην → I do not care for the friend who loves in word alone

Sophocles, Antigone, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔλαιον Medium diacritics: ἔλαιον Low diacritics: έλαιον Capitals: ΕΛΑΙΟΝ
Transliteration A: élaion Transliteration B: elaion Transliteration C: elaion Beta Code: e)/laion

English (LSJ)

τό, (ἐλαία)

   A olive-oil, in Hom. mostly anointing-oil, used after the bath, λοεσσαμένω καὶ ἀλειψαμένω λίπ' ἐλαίῳ Il.10.577, cf. 14.171, 18.350, etc.; before wrestling and other gymnastic exercises, πωλησεῦντι τὸ ἔ. εἰς τὸ γυμνάσιον IG12(1).3 (Rhodes); ἔ. θεῖναι to provide oil at the baths, ib.4.597,606 (Argos): prov., πῦρ ἐλαίῳ κοιμίσαι Lyr.Alex.Adesp.8 (a); ἐλαίῳ πῦρ κατας βεννύναι Luc.Tim.44; εὐῶδες ἔ. Od.2.339; ῥοδόεν (rose-scented) Il.23.186; ἔ. ῥόδινον Hp. Mul.2.135; ἔ. λευκον ib.136; τοῦ λευκοτάτου πάντων ἐ. Σαμιακοῦ Antiph.331.    II any oily substance, ἔ. χήνειον Hp.Mul.2.194; κίκινον, ἀμυγδάλινον ἔ., etc., Dsc.1.32,33, etc.; ῥαφάνινον ἔλαιον PAmh.2.93 (ii A.D.), etc.; ἔ. ἀπὸ σελαχῶν, like our 'cod-liver oil', Arist.HA520a18; ἔ. ἀπὸ γάλακτος butter, Hecat.154 J.    III at Athens, oil-market, ἀναμενῶ σε . . πρὸς τοὔλαιον Men.896.

German (Pape)

[Seite 788] τό, 1) Oliven-, Baumöl, von Hom. an überall; bes. das Salböl, im Bade u. beim Ringen, dah. ἐλαίου ὄζειν, von häufig Ringenden; durch mancherlei Zuthat wohlriechend gemacht, εὐῶδες Od. 2, 339, ῥοδόεν Il. 23, 186. – 2) übh. Fettigkeit, bes. flüssige, ὑός, Schweinefett, Schmalz, Hippocr. – 3) der Ort, wo Oel verkauft wird, Men. bei Eust. 1595 Poll. 9, 47.

Greek (Liddell-Scott)

ἔλαιον: τό, (ἐλαία) ἐλαιόλαδον, Λατ. oleum, olivum, παρ’ Ὁμ. κα ὰ τὸ πλεῖστον ἔλαιον δι’ οὗ ἐχρίοντο μετὰ τὸ λουτρόν, λοεσσαμένω καὶ ἀλειψαμένω λίπ’ ἐλαίῳ (ἴδε τὴν λ. λίπα) Ἰλ. Κ. 577, πρβλ. Ξ. 171., Σ. 350, κτλ.· ἢ πρὸ τῆς πάλης καὶ ἄλλων γυμναστικῶν ἀσκήσεων (ἴδε ἀλειπτής)· ἐλ. θεῖναι (ἐν γυμνασίῳ καὶ Βαλανείῳ) παρασχεῖν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1122, 1123· ἐλαίου ὄζειν, παροιμ. ἐπὶ τῶν συχναζόντων εἰς τὴν παλαίστραν· οὐδέποτε παρ’ Ὁμ. ὡς τροφή· ― τὰ Ὁμηρ. ἐπίθετα εἶναι εὐῶδες Ὀδ. Β. 339· ῥοδόεν (ἔχων τὴν εὐωδίαν τῶν ῥόδων) Ἰλ. Ψ. 186, πρβλ. Ἱκέσιον παρ’ Ἀθην. 689Β· ἔλ. ῥόδινον, ἀπαντᾷ συχνάκις παρ’ Ἱππ. 653. 42, κτλ.· ὡσαύτως ἔλ. λευκὸν αὐτόθι 55, κτλ.· τοῦ λευκοτάτου πάντων ἐλ. Σαμιακοῦ Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 19. ΙΙ. πᾶσα ἐλαιώδης οὐσία, ἔλ. χήνειον Ἱππ. 668. 30, κτλ.· ἔλ. ἀπὸ σελαχῶν, ὡς τὸ νεώτερον ἔλαιον τοῦ ὀνίσκου, «μουρουνόλαδο», ἔλ. ἀπὸ γάλακτος, βούτυρον Ἑκαταῖος σ. 62. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις, ἡ ἀγορὰ ἔνθα ἐγίνετο ἡ πώλησις τοῦ ἐλαίου, «τὰ λαδάδικα», ἀναμενῶ σε..., πρὸς τοὔλαιον Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 338· πρβλ. μύρον, ἰχθύς.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
huile d’olive, huile en gén.
Étymologie: ἐλαία.

English (Autenrieth)

olive-oil; εὐῶδες, Od. 2.339; <<><>>οδόεν, Il. 23.186. See λίπα.

English (Slater)

ἔλαιον
   1 olive oil σὺν δ' ἐλαίῳ φαρμακώσαισ ἀντίτομα (P. 4.221)