ἀμοιβαῖος

From LSJ
Revision as of 14:02, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμοιβαῖος Medium diacritics: ἀμοιβαῖος Low diacritics: αμοιβαίος Capitals: ΑΜΟΙΒΑΙΟΣ
Transliteration A: amoibaîos Transliteration B: amoibaios Transliteration C: amoivaios Beta Code: a)moibai=os

English (LSJ)

ον, also α, ον,

   A giving like for like, retributive, δεῖπνα Pi.O.1.39; retributive, νέμεσις, φόνος, AP10.123 (Aesop.), Opp.C.2.485. Adv. -ως alternately, Luc.Am.9.    II interchanging, reciprocal, Emp.30.3; ἀ. βιβλία interchanged letters, Hdt.6.4; ἀ. χάρις exchange of favours, A.R.3.82 (but ἀ. εὐνή ambiguous (half-human, half-animal), 2.1241):—τὰ ἀ. dialogue in Trag., Pl.R.394b; of the responsion of choric odes, Plu.Pomp.48; ἀ. ἀοιδά Theoc.8.31, cf. Il. 1.604; answering as in dialogue, Sch.Ar.Pl.253,487.

German (Pape)

[Seite 127] α, ον (-βή), abwechselnd, wechselseitig, δεῖπνα Pind. Ol. 1, 39; βιβλία, gewechselte Briefe, Her. 6, 4; τὰ ἀμ., Wechselgespräche, Plat. Rep. III, 394 b; vom Wechselgesang, χορὸς εἰς τὰ ἀμ. συγκεκροτημένος Plut. Pomp. 48; ἀοιδή Theocr. 8, 31; aber Νέμεσις, vergeltend, Aesop. ep. (X, 123), wie χάριτεσβαῖαι Leon. Tar. 98 (VII, 657); sp. D. oft. – Adv. -βαίως, Luc. Amor. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμοιβαῖος: -ον, ἀνταλλακτικός, ἐναλλὰξ γινόμενος, ἢ ἀνταποδιδόμενος, ὁ ἀμοιβαδὸν γινόμενος, δεῖπνα Πινδ. Ο. 1 63· νέμεσις, φόνος, Ἀνθ. Π. 10. 123, Ὀππ. Κ. 2. 485: ― Ἐπίρρ. -ως, εἰς ἀνταπόδοσιν, Λουκ. Ἔρωτ. 9. ΙΙ. ὁ εἰς ἐναλλαγὴν γιγνόμενος, ἀνταλλασσόμενος, ἀμοιβαῖος, Ἐμπεδ. 179· ἀμοιβαῖα βιβλία, ἀνταλλασσόμεναι ἐπιστολαί, Ἡρόδ. 6. 4· ἀμ. χάρις, χάρις ἀντὶ χάριτος, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 82: ― τὰ ἀμοιβαῖα, ὁ διάλογος ἐν τῇ τραγῳδίᾳ, Πλάτ. Πολ. 394Β· τὰ ἀμοιβαῖα, στίχοι ὑπὸ δύο ἐναλλὰξ ψαλλόμενοι, ὁ εἷς ὡς ἀπόκρισις εἰς τὸν ἕτερον, carmen amoebaeum, Πλουτ. Πομπ. 48· οὕτως ἀμοιβαία ἀοιδὰ Θεόκρ. 8. 31, πρβλ. Ἰλ. Α. 604: ― ἀπόκρισις ὡς ἐν διαλόγῳ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 253. 487.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a lieu en retour, en échange, en compensation : ἀμοιβαῖα βιβλία HDT lettres qu’on échange;
2 qui se répond, alternatif.
Étymologie: ἀμοιβή.

English (Slater)

ᾰμοιβαῑος
   1 given in return ἀμοιβαῖα θεοῖσι δεῖπνα παρέχων (O. 1.39)

English (Slater)

ᾰμοιβαῑος
   1 given in return ἀμοιβαῖα θεοῖσι δεῖπνα παρέχων (O. 1.39)