ἀοίδιμος

From LSJ
Revision as of 14:12, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀοίδιμος Medium diacritics: ἀοίδιμος Low diacritics: αοίδιμος Capitals: ΑΟΙΔΙΜΟΣ
Transliteration A: aoídimos Transliteration B: aoidimos Transliteration C: aoidimos Beta Code: a)oi/dimos

English (LSJ)

ον,

   A sung of, famous in song or story, Hdt.2.79,135, Pi.P.8.59, etc.; προφάταν Id.Pae.6.6; from Pi. (Fr.76) downwds. a favourite epith. of Athens; ἀ. πόμα a glorious draught, Id.N.3.79, etc.; ἀ. εὐνομίῃσιν famous for his justice, IG7.94 (Nisaea), cf. Luc.Tim.38, App.BC2.82, etc.: Sup., Plu.Ant.34:—only once in Hom., and in bad sense, notorious, infamous, ὡς . . ἀνθρώποισι πελώμεθ' ἀοίδιμοι Il.6.358.    II won by song, ἄγρα, of the Sphinx's victims, E.El.471 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 272] ον, besungen, VLL. ἀεἰμνηστος, διαβόητος; berühmt, H. h. Ap. 299; Pind. öfter, γᾶς ὄμφαλος P. 8, 62; Athen heißt so frg. 46, u. oft bei Sp.; κλέος Ep. ad. 582 (App. 271); ἀοίδιμος ἔργοις Schol. Aristot. 1, 20; Her. 2, 79. 185; Luc. Nigr. 8 ἀοίδιμοι Δελφοὶ γίγνονται, u. a. Sp.; D. Hal. 1, 4. 2, 66; – übel berüchtigt, Il. 6, 358.

Greek (Liddell-Scott)

ἀοίδιμος: -ον, ὁ ᾀδόμενος, οὗ τὸ ὄνομα ἀποτελεῖ θέμα ᾠδῆς, ὁ πεφημισμένος, Ἡρόδ. 2.79, 135, Πινδ. Π. 8. 85, κλ.: - ἀπό τοῦ Πινδ. (Ἀπόσπ. 46) καὶ ἑξῆς ἡ λέξις αὕτη χρησιμεύει ὡς ἕν ἐκ τῶν προσφιλεστάτων ἐπιθέτων τῶν Ἀθηνῶν, ὡς τὸ λιπαραί, Οὐϋττεμβ. Ἐπιστ. Κριτ. σ. 144· ἀοίδιμον πόμα, θαυμάσιον ποτόν, Πινδ. Ν. 3. 136· ἀοίδιμος εὐνομίῃσιν, περίφημος ἐπὶ δικαιοσύνῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1080· ἀ. αἰὲν ὁρᾶσθαι Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1069: - μόνον ἅπαξ παρ’ Ὁμήρῳ, καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, διαβόητος, ὡς καὶ ὀπίσω ἀνθρώποισι πελώμεθ’ ἀοίδιμοι Ἰλ. Ζ. 358.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 chanté ou digne d’être chanté;
2 obtenu au moyen d’un chant;
3 décrié.
Étymologie: ἀείδω.

English (Autenrieth)

subject of song, pl. (with bad sense from the context), Il. 6.358†.