βαθύζωνος
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
English (LSJ)
ον,
A deep-girded (cf. βαθύκολπος), βαθυζώνους τε γυναῖκας Il.9.594, Od.3.154; βαρβάρων γυναικῶν τὸ ἐπίθετον Sch.Od.l.c.; βαθυζώνων . . Περσίδων A.Pers.155 (lyr.); but epith. of Leto, B.10.16, Pi.Fr.89; Χάριτες Id.P.9.2, B.5.9; [Μοῦσαι] Pi.I.6(5).74; νύμφα βαθύζωνε S.Ichn.237 (lyr.).—Not in E.
German (Pape)
[Seite 424] (ζώνη), von Frauen, tief gegürtet, nicht unter der Brust, sondern an den Hüften, so daß das Gewand tiefere, vollere Falten schlug, wie die Ionierinnen sich trugen, s. Böckh Explic. Pind. Ol. 3, 35; Iliad. 9, 594 Od. 3, 154; Aesch. Ch. 167; Pind. I. 5, 71 u. öfter; übh. prachtvoll gekleidet.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύζωνος: -ον, βαθέως ἐζωσμένος, δηλ. οὐχὶ ὑψηλὰ καὶ ὑπὸ τὸ στῆθος (πρβλ. εὔζωνος), ἀλλὰ χαμηλὰ κατὰ τὴν ὀσφὺν ὥστε ἡ ἐσθὴς νὰ σχηματίζῃ μέγαν πτυχώδη κόλπον (πρβλ. βαθύκολπος), βαθυζώνους τε γυναῖκας Ἰλ. Θ. 594, Ὀδ. Γ. 154· ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ἐπὶ ξένων γυναικῶν αἰχμαλωτισθεισῶν ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων, («βαρβάρων γυναικῶν τὸ ἐπίθετον», Σχόλ. εἰς Ὀδ. ἔνθ' ἀνωτ.)· οὕτω, βαθυζώνων ... Περσίδων Αἰσχύλ. Πέρσ. 155· πρβλ. M üller Archäol. d. Kunst § 339, Böckh. Expl. Pind. O. 3. 35.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj.
dont la ceinture fait retomber la robe en plis profonds.
Étymologie: βαθύς, ζώνη.
English (Autenrieth)
(ζώνη): deep-girdled, i. e. with girdle low down over the hips, epith. of women. (See cut.)
English (Slater)
βᾰθύζωνος, -ον
1 low waisted, with dress bound low σὺν βαθυζώνοιο διδύμοις παισὶ Λήδας (Pauw: -ζώνου codd.) (O. 3.35) σὺν βαθυζώνοισιν Χαρίτεσσι (P. 9.2) βαθύζωνοι κόραι χρυσοπέπλου Μναμοσύνας the Muses (I. 6.74) βαθύζωνόν τε Λατώ fr. 89a. 2.