ἄφαντος

From LSJ
Revision as of 14:29, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφαντος Medium diacritics: ἄφαντος Low diacritics: άφαντος Capitals: ΑΦΑΝΤΟΣ
Transliteration A: áphantos Transliteration B: aphantos Transliteration C: afantos Beta Code: a)/fantos

English (LSJ)

ον, (φαίνομαι)

   A made invisible, blotted out, ἀκήδεστοι καὶ ἄ. Il.6.60; ἄσπερμος γενεὴ καὶ ἄ. ὄληται 20.303, etc.; hidden, ἄ. ἕρμα A.Ag.1007 (lyr.); ἔφην' ἄφαντον φῶς S.Ph.297; ἄ. ἔπελες Pi.O.1.46; ἐκ βροτῶν ἄ. βῆναι S.OT832; ἁνὴρ ἄ. ἐκ . . στρατοῦ he has disappeared, A.Ag.624; ἄ. οἴχεσθαι ib.657, Jul.Or.2.59a; ἔρρειν S.OT560; ἀρθεῖσ' ἄ. E.Hel.606; ἐκ χερῶν Id.Hipp.827 (lyr.); ἴχνος πλατᾶν ἄ. disappearing, A.Ag.695 (lyr.); invisible, νύξ Parm.9.3.    2 in secret, ἄφαντα βρέμειν Pi.P.11.30.    3 obscure, Id.N.8.34; θεοῖς δῆλος θνητοῖσι δ' ἄ. Epimenid.II.—Poet. and late Prose, ἄ. γενέσθαι D.S.3.60, 4.65, Ev.Luc.24.31; τὰ ἄφαντα φήναντες Aristid.1.260 J., cf. Sch.Arat. 899.

German (Pape)

[Seite 407] unsichtbar, verdunkelt, verschwunden, wie ἀφανής; nur bei Dichtern; Hom. Iliad. 6, 60. 20, 303; bes. Tragg.; ἄφαντον φῶς, unerwartet, Soph. Phil. 297.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφαντος: -ον, (φαίνομαι) ὁ καταστὰς ἀφανής, ἀόρατος, ὁ ἐξαφανισθείς, «λησμονημένος», ἀκήδεστοι καὶ ἄφ. Ἰλ. Ζ. 60· ἄσπερμος γενεὴ καὶ ἄφ. ὄληται Υ. 303, κτλ.· κεκκρυμένος, ἄφ. ἕρμα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1007· ἔφην ἄφαντον φῶς (silicis venis abstrusum excudit ignem), Σοφ. Φιλ. 297· ἀφ. ἔπελες Πινδ. Ο. 1. 72· ἐκ βροτῶν ἀφ βῆναι Σοφ. Ο.Τ. 382· ἀνὴρ ἄφαντος ἐκ… στρατοῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 624· ἀφ. οἴχεσθαι, ἔρρειν, = ἀφανισθῆναι αὐτόθι 657. Σοφ. Ο. Τ. 560· ἀρθεῖσ’ ἄφαντος Εὐρ. Ἑλ. 606· ἐκ χερῶν ὁ αὐτ. Ἱππ. 827· ἴχνος ἀφ. πλατᾶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 695· 2) ἐν κρυπτῷ ἄφαντ. βρέμειν Πινδ. 11. 11, 46. 3) σκοτεινός, ἄσημος, ἀφανής, Πινδ. Ν. 8. 58. Μόνον ποιητ. λέξις καὶ ἐν τῇ Καιν. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qu’on ne voit pas, invisible, caché;
2 qu’on ne voit plus, disparu, anéanti ; ἄφαντον οἴχεσθαι ou ἔρρειν ESCHL, SOPH disparaître, s’anéantir ; oublié.
Étymologie: ἀ, φαίνω.

English (Autenrieth)

(φαίνω): unseen, ‘leaving no trace,’ (Il.)

English (Slater)

ᾰφαντος
   1 not to be seen ὥς δ' ἄφαντος ἔπελες (O. 1.46) met., obscure m. pl. pro subs., (πάρφασις)· ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν (N. 8.34) n. sing. pro adv., out of sight, unseen, ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει (P. 11.30)