πρωτόγονος

From LSJ
Revision as of 14:37, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόγονος Medium diacritics: πρωτόγονος Low diacritics: πρωτόγονος Capitals: ΠΡΩΤΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: prōtógonos Transliteration B: prōtogonos Transliteration C: protogonos Beta Code: prwto/gonos

English (LSJ)

ον, also η, ον Paus.1.31.4:—

   A first-born, firstling, ἄρνες, ἔριφοι, Il.4.102, Hes.Op.543; φοῖνιξ π. first-born, first-created, E.Hec.458 (lyr.); τὰ π. LXXMi.7.1; of the tissues,= ὁμοιομερῆ, Pl. ap.Gal.4.773; of a child, π. θάλος E.IT209 (lyr.); π. τῶν τέκνων IGRom.4.539 (Cotiaeum); π. λόγος, υἱός, Ph.1.427,308; ὄρχησις Luc. Salt.7; of the τριάς (= 1+2), Adam.Vent.46.    2 of rank, π. οἶκοι high-born houses (εὐγενεῖς, Sch.), S.Ph.180 (lyr.).    3 epith. of gods, Dam.Pr.123 bis; so Πρωτογόνη, ἡ, name of Persephone, Paus. l.c.    II parox. πρωτογόνος, ἡ, bringing forth first, implied by Poll.4.208.

German (Pape)

[Seite 805] erstgeboren; ἄρνες, Il. 4, 102. 120. 23, 864; τελετά, Pind. Ol. 11, 51; zuerst eingerichtet, οἶκοι, Soph. Phil. 180, wo der Schol. εὐγενεῖς erkl., von der ersten, höchsten Geburt, von der edelsten Abkunft; θάλος, Eur. I. T. 209; φοίνιξ, Hec. 458; – mit verändertem Tone, πρωτογόνος, zuerst gebärend (?).

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόγονος: -ον, ὡσαύτως, -η, -ον, Παυσ. 1. 31, 4· - πρωτότοκος, πρῶτος γεννώμενος, πρώϊμος, ἄρνες, ἔριφοι, κτλ., Ἰλ. Δ. 102, 120. - Κατὰ Πολυδ. Δ', 208, «πρωτότοκοι παῖδες, καὶ πρωτόγονοι ὁμοίως», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 541, 590· πρωτόγονός τε φοίνιξ, ὁ κατὰ πρῶτον φυείς, Εὐρ. Ἑκ. 458· - ἐπὶ παιδίου (ἴδε τελετὴ ΙΙ), πρ. θάλος ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 209· πρ. τῶν τέκνων Συλλ. Ἐπιγρ. 3823· συχν. παρὰ τοῖς Ἐκκλ. 2) ἐπὶ τάξεως κοινωνικῆς, πρ. οἶκοι, ὑψηλῆς καταγωγῆς (εὐγενεῖς, Σχόλ.), Φιλ. 180. 3) ὁ πρῶτος ὁρισθείς, ὄρχησις Λουκ. π. Ὀρχ. 7. 4) Πρωτόγονη, ἡ, ἐπώνυμον τῆς Περσεφόνης, Παυσ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
I. avec idée de temps;
1 né le premier;
2 institué pour la première fois;
II. avec idée de rang qui est le premier par la naissance, par le rang, noble.
Étymologie: πρῶτος, γίγνομαι.

English (Autenrieth)

first-born, ἄρνες, ‘firstlings.’ (Il.)

English (Slater)

πρωτόγονος, -ον
   1 first created ταύτᾳ δ' ἐν πρωτογόνῳ τελετᾷ παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδόν (ἐν δὴ ταύτῃ τῇ πρώτῃ καταβολῇ τῶν Ὀλυμπίων καὶ πρώτῃ τελουμένῃ ἑορτῇ Σ.) (O. 10.51)