ῥόθος

From LSJ
Revision as of 14:42, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥόθος Medium diacritics: ῥόθος Low diacritics: ρόθος Capitals: ΡΟΘΟΣ
Transliteration A: rhóthos Transliteration B: rhothos Transliteration C: rothos Beta Code: r(o/qos

English (LSJ)

ὁ,

   A rushing noise, roar of waves, dash of oars, ἐξ ἑνὸς ῥ. with one stroke, i.e. all at once, A.Pers.462.    2 of any confused, inarticulate sound, Περσίδος γλώσσης ῥ. the noise of the Persian (i.e. barbarian) tongue, ib.406; τῆς δὲ Δίκης ῥ. ἑλκομένης, ᾗ κ' ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι but there is tumult or confusion, when Justice is dragged whithersoever bribed judges lead her, Hes.Op.220.    3 of any rushing motion, πτερύγων ῥ. Opp.H.5.17.    4 Boeot.,= mountain path, Plu.in Hes.13; αἰγὸς ῥ. a goat-track, Nic.Th.672.

German (Pape)

[Seite 847] ὁ, das Geräusch, Gebrause, bes. der anschlagenden Wellen, das Rauschen des fließenden Stromes, das Plätschern u. Klatschen der Ruder; Aesch. sagt auch Περσίδος γλώσσης ῥόθος, das Gebrause des persischen Geschreies, Pers. 398. – Uebertr., rasche Bewegung, Schwung, τῆς δὲ Δίκης ῥόθος ἑλκομένης ᾖ κ' ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι, die Gerechtigkeit hat ihren schnellen Schwung, geht ihren Weg, wohin geschenkfressende Männer sie auch schleppen mögen, Hes. O. 222, ἐξ ἑνὸς ῥόθου παίουσι, mit einem Angriff, Aesch. Pers. 454; sp. D., πτερύγων ῥόθος Opp. Hal. 5, 17. – Auch ein jäher, schroffer Felsenpfad, bei den Böotern, Proclus ad Hes. a. a. O.; übh. Weg, Gang, αἰγός, Nic. Ther. 672.

Greek (Liddell-Scott)

ῥόθος: ὁ, ἦχος ὁρμητικός, θόρυβος, πάταγος, ἢ θορυβώδης ἦχος τῶν κυμάτων, ὁ πάταγος τῆς κώπης πληττούσης τὴν θάλασσαν, ἐξ ἑνὸς ῥόθου, μὲ ἓν κτύπημα, δηλ. ἐν τῷ ἅμα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 462, πρβλ. κέλευσμα· ποταμοὶ ῥόθῳ φερόμενοι Κλήμ. Ἀλ. 122. 2) ἐπὶ παντὸς συγκεχυμένου, ἀνάρθρου ἤχου, Περσίδος γλώσσης ῥ., ὁ θορυβώδης ἦχος τῆς Περσικῆς (ὅ ἐστι βαρβάρου) γλώσσης, Αισχύλ. Πέρσ. 406. 3) ἐπὶ πάσης ὁρμητικῆς κινήσεως, τῆς δὲ Δίκης ῥόθος ἑλκομένης, ᾗ κ’ ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι, σκολιαῖς δὲ δίκαις κρίνωσι θέμιστας, «τῆς δὲ δικαιοσύνης ἑλκομένης, καὶ μετατρεπομένης, ᾗ καὶ ὅπου ἄν ἄγωσιν αὐτὴν οἱ δωροφάγοι κριταί, ῥόθος καὶ ἦχος καὶ θόρυβος γίνεται τῶν ἀδικουμένων, δηλονότι ὀδυρομένων καὶ θρηνούντων» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἑργ. κ. Ἡμ. 222· πτερύγων ῥ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 17· αἰγὸς ῥ., αἰγὸς πάτημαπορεία, Νικ. Θηρ. 672. (Κατ’ ὀνοματοποιΐαν ὡς αἱ λέξεις ῥοῖβδος, ῥοῖζος). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥόθον· τὸν ἀπὸ τῶν κυμάτων ψόφον», καὶ «ῥόθῳ ὁρμῇ μετὰ ψόφου». ― Ἴδε Γ. Χατζηδάκι περὶ τοῦ Γλωσσ. Ζητήματος ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, 190.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bruit de choses qui se heurtent :
1 bruit des vagues;
2 bruit de voix;
3 bond, élan (d’une troupe).
Étymologie: DELG pas d’étym. établie.

English (Slater)

ῥόθος
   1 shout πολὺν ῥθ[ο]ν ἵεσαν ἀπὸ στομ[άτων] Ἐλείθυιά τε καὶ Λάχεσις (Pae. 12.16)